Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Μυθιστόρημα με κοκαϊνη ΙΙ

Ο Μ. Αγκέεφ, ένας συγγραφέας-φάντασμα που κανείς ποτέ δεν είδε το πρόσωπό του, που άλλοι θεωρούν επίγονο του Ντοστογιέφσκι κι άλλοι ετερώνυμο του Ναμπόκοφ, μας άφησε δύο μονάχα έργα, σημαντικότερο εκ των οποίων το Μυθιστόρημα με Κοκαΐνη.

Είναι η ημερολογιακή αφήγηση της καθημερινής περιπλάνησης ενός ευφυή αντιδραστικού εφήβου στη Μόσχα του 1920, η αρσενική σχολική φιλία, η αμφίθυμη σχέση με την χήρα μητέρα, η σεξουαλική κατίσχυση επί της γυναίκας και το ταπεινωτικό της αντίβαρο, είναι το φλεγόμενο αδιέξοδο μιας ζωής που δεν επενδύει σε καμιά άλλη ζωή, ο βιολογικός εθισμός από την κοκαϊνή αλλά και ο ψυχικός εθισμός από την κοκαΐνη: η κάθε αυτοκαστροφική έξη που άλλοτε καταδύει τον υπαρξιακό πυρήνα του ήρωα στα σκοτάδια της παραίτησης και άλλοτε τον εισάγει στη σφαίρα μιας ανώτερης αντιληπτικής ορατότητας—εκεί που έκσταση γίνεται διαύγεια και η σύλληψη της ψυχικής οντότητας μεταμορφώνεται σε φιλοσοφική εικόνα: ένα εκκρεμές αενάως ταλαντευόμενο ανάμεσα στα διπολικά ελατήρια του καλού και του κακού (όσο πιο βαθιά συμπιέζεται στο ένα άκρο με τόσο μεγαλύτερη ορμή θα εκτοξευτεί στο απέναντι).

Ο συγγραφέας χειρίζεται τον μακροπερίοδο λόγο, τη συμπυκνωμένη περιγραφή που σφύζει από ειρωνικές μεταφορές, την τραχύτητα της λέξης πάνω στη σέλα της ποιητικότητας καλπάζοντας, πολλές φορές, ώς τον απροκάλυπτο κυνισμό συμπερασματικών αλμάτων που υπερβαίνουν όρια εξωτερικευμένης προσωπικής αλήθειας—μεθοριακές γραμμές ορισμένες απ’ το κοινωνικό αίσθημα περί εκφραστικής παραβατικότητας—τόσο της εποχής κατά την οποία γράφτηκε το βιβλίο αυτό όσο, απ’ ό,τι φαίνεται, και της κατοπινής.
Διότι αν η αλήθεια, όπως γράφει ο Bataille, υφίσταται μόνον όταν «σκεφτόμαστε εκείνο που εξωθεί στα άκρα τη δυνατότητα του να σκεφτόμαστε», διότι αν «η κυρίαρχη υπόσταση των πραγμάτων βρίσκεται μονάχα στο ανομολόγητο», τότε οι μυθιστορηματικές σκέψεις του Αγκέεφ—οι λογοτεχνικές καταθέσεις του δικού του «ανομολόγητου»—που καταφέρνουν να μας σοκάρουν στο σήμερα δεν μπορούν παρά να φωτίζουν με την βλοσυρή ανταύγεια της μεγαλοφυΐας του έναν κόσμο που δεν έχει πάψει, ή ίσως έχει εντείνει, την τάση του ν’ αυτολογοκρίνει τα μύχια και να υπερβάλλει τα επιδερμικά, έναν κόσμο που λέει στον εαυτό του ψέματα (κατ’ επέκτασιν: τον κόσμο της ανυπόστατης εξωτερίκευσης).
Επιπλέον, ο αισθητικός πειραματισμός—ανεξαρτήτως υπόθεσης—του Αγκέεφ δείχνει να βρίσκεται το ίδιο μπροστά από την εποχή του: μη-περαιωτική και ακατάληκτη μυθιστορηματική δομή, άρτια χρήση της δοκιμιακής παρέκβασης, απουσία καταλυτικού ιστορικού πλαισίου—το ψυχογράφημα στη διαχρονία του—, μη-δραματοποιημένες συνδέσεις μεταξύ των κεφαλαίων ούτως ώστε οι θεματικές ενότητες να παρατάσσονται σαν συγκοινωνούντα δοχεία αλλά και χωρίς καμιά απ’ αυτές να υποσκελίζει (χαντακώνει, δεσμεύει) τις υπόλοιπες: ένα διαρκώς μετατοπιζόμενο κέντρο βάρους και, ταυτόχρονα, ένα αέρινο πέρασμα της ψυχής-εκκρεμούς απ’ την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα—πρόκειται για λογοτεχνία που περισσότερο εγείρει ερωτήσεις παρά καταγράφει απαντήσεις, για ένα συνθετικό επίτευγμα που μας επιτρέπει να μιλήσουμε όχι μόνον περί ιδιαίτερης φωνής της ρωσικής λογοτεχνίας αλλά και για σημαίνοντα κόμβο στην οργανική εξέλιξη του παγκόσμιου μυθιστορήματος.



Αναρωτιέται κανείς, με την ρομαντική θλίψη που προκαλούν οι υποθετικές λοξοδρομήσεις του τετελεσμένου, ποια θα ήταν επίδραση του Αγκέεφ στην Ιστορία της λογοτεχνίας αν μας είχε αφήσει ολόκληρη τη βροχή αντί μιας σταγόνας... Είναι όμως εμφανές (πέρα από τις όποιες υποθέσεις) ότι αυτό το βιβλίο γράφτηκε από κάποιον που πραγματικά αγαπούσε εκείνο που έκανε—κρίμα λοιπόν που δεν συνέχισε να το κάνει ή δεν θέλησε να το μοιραστεί παρότι το έκανε. Ακόμα, ωστόσο, και η σταγόνα του Μυθιστορήματος με Κοκαΐνη δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει τη ρήση: η λογοτεχνία είναι ή μεγάλη ή τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου