Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Για τον Samuel Beckett και τις Ευτυχισμένες Μέρες


Όσο οι λέξεις εξακολουθούν να έρχονται τίποτα δεν τα έχει αλλάξει, οι λέξεις οι παλιές ξαμολημένες πάλι. Ξεστόμισε, δεν απομένει τίποτ’ άλλο, ξεστόμισε να τις ξεφορτωθείς, εδώ όπως πάντα, τίποτ’ άλλο[1].


-Εγώ δεν το διάβασα! Πώς να το διαβάσω αυτό το πράγμα;
-Εγώ όταν το είχα διαβάσει φοιτήτρια δεν μπόρεσα να το τελειώσω. Τώρα, αφού το είδα στην Επίδαυρο, το διάβασα διαφορετικά.
-Μα, είναι καλύτερη η παράσταση από το κείμενο!
-Τελικά υπάρχουμε μέσα από το βλέμμα του άλλου…
-Και το πιστόλι;
-Δηλαδή τι ήθελε να πει;
-Ας μην ξεχνάμε την εποχή που έγραφε!
-Είναι υπαρξιστής!

Ο ίδιος ο Beckett έλεγε ότι είναι μάταιο να τον ρωτούν ποιο είναι το νόημα στα κείμενά του και να προσπαθεί κάποιος να βρει κάτι κρυμμένο σε αυτά. Η συζήτηση της Δευτέρας κινήθηκε ανάμεσα σε συναισθήματα και σκέψεις που μας ξύπνησε η ανάγνωση των «Ευτυχισμένων Ημερών» και τις πάμπολλες προσεγγίσεις των θεωρητικών πάνω στο έργο του. Η συζήτησή μας ήταν ένα ιδανικό δείγμα για τη θεωρία της πρόσληψης: ο κάθε αναγνώστης προσέλαβε διαφορετικό νόημα.
Μία γυναίκα που αναζητά το βλέμμα του συντρόφου της, ένα κορίτσι που ψάχνει μέσα στην τσάντα της μαμάς της και μαγεύεται από τις ανακαλύψεις, μία ηθοποιός που ψάχνει να δημιουργήσει τον ρόλο της, ο σύγχρονος άνθρωπος που βιώνει την κατάρρευση των νοημάτων…Οι ήρωες του Beckett αναγκάζονται να διαπιστώσουν ότι πρέπει να συνεχίσουν να ζουν μέσα στην παντελή έλλειψη νοήματος. Οι «Ευτυχισμένες Μέρες» σηματοδοτούν την αρχή μιας νέας φάσης στη δραματουργία του, κατά την οποία η γλώσσα χάνει το νόημά της ακόμα περισσότερο από τα πρώτα του έργα, αλλά παραμένει βασανιστικά το μόνο μέσο έκφρασης. Παράλληλα η δυνατότητα κίνησης μειώνεται δραματικά και η θεατρική σύμβαση γίνεται όλο και πιο εμφανής ως στοιχείο της παράστασης. Στο τέλος του έργου η Winnie μένει να μιλάει, με το κεφάλι μόνο έξω από τον λόφο του τίποτα μέσα στον οποίο θάβεται, ενώ το κουδούνι του θεάτρου είναι αυτό που της υπαγορεύει τον ρυθμό. «Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τον ρόλο» απαντούσε ο Beckett στην Brenda Bruce, κάθε φορά που αυτήν τον ρωτούσε για το νόημα μιας φράσης, προσπαθώντας να προσεγγίσει τον ρόλο στανισλαβσκικά.

Ο Beckett αποθέωσε το ίδιο το θέατρο, χρησιμοποιώντας κυριολεκτικά τον χρόνο και τον χώρο του, οι ήρωές του στην όψιμη δραματουργία του δεν είναι παρά ηθοποιοί που καλούνται να υπάρξουν πάνω στη σκηνή για όση μόνο ώρα διαρκεί η παράσταση. Ισότιμα με αυτούς μπορεί να πρωταγωνιστεί ένα κουδούνι ή ένας προβολέας.

Θα κλείσω με το απόσπασμα από τη μετάφραση των «Ευτυχισμένων Ημερών» από τη Ρ.Πατεράκη και τον Κ.Φοντούκη, που πιστεύω ότι συνοψίζει όλα τα παραπάνω:

Words fail...
οι λέξεις αποτυγχάνουν απογοητεύουν προδίδουν
words fail...
οι λέξεις φθείρονται, φθίνουν
words words words
λόγια λόγια λέξεις λέξεις
οι λέξεις
fail
φθίνουν εξαντλούνται εξασθενούν
μειούνται εξαντλούνται εξαντλούνται
εγκαταλείπουν
les mots vous lachent
οι λέξεις σε παρατούν, είναι φορές
που ακόμα κι αυτές σε εγκαταλείπουν
[2].


[1] Από τα Κείμενα για το τίποτα 3, στο Μπέκετ Σάμουελ, Πρόζες 1945-1980, μτφ. Ε. Μαρωνίτη, Αθήνα, Πατάκης, 2006.
[2] Μπέκετ Σάμουελ, Ευτυχισμένες μέρες, Ω, οι ωραίες μέρες, ελληνική απόδοση Ρούλα Πατεράκη, Κοσμάς Φοντούκης, Αθήνα, Το Ροδακιό, 1994.

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2008

Από την Έρση στην κυρία Έρση

Σίγουρα καλοκαίρι. Κι όμως Νοέμβρης. Στο αίθριο των εκδόσεων Μεταίχμιο. Σαν καλοκαιρινές διακοπές. Με γλυκίσματα, καφέ και μπόλικα ποτήρια νερό. Σαν να είχαμε πάει σ’ ένα πικ-νικ; Ή μήπως σε μια παραλία; Όχι, όχι απαραιτήτως για να κολυμπήσουμε, αλλά για να ρεμβάσουμε τη θάλασσα και ν’ απολαύσουμε ένα ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα... Τι λέω;
Κάπως έτσι ή καθόλου έτσι; Ακατανόητο ή και αδιάφορο;



Στα χέρια μας κρατούσαμε δύο βιβλία, που μερικοί προλάβαμε να τα διαβάσουμε και μερικοί όχι: την Έρση του Δροσίνη και το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης του Πεντζίκη. Από πού να ξεκινήσει κανείς;

Από τη μια ο Δροσίνης: Ο Δροσίνης και η εποχή του. Ο Δροσίνης χωρίς την εποχή του. Αν όχι αυτό, αν όχι το άλλο, ίσως εκείνο, ίσως και το άλλο. Μας άρεσε; Αναγνώριση εξιδανίκευσης του ζευγαριού, χρήση πολλών και διαφορετικών στοιχείων, πολλά θέματα - κοινωνικές τάξεις, αρχαιολογία - δειλές τόλμες – αστυνομικό, μεταφυσική, καρικατούρες οι δευτερεύοντες χαρακτήρες. Και άλλα που αδυνατώ να θυμηθώ. Ήταν μια κακή στιγμή του; Ήθελε να επαναλάβει το πολυμεταφρασμένο και αναγνωρισμένο βιβλίο του Αμαρυλλίς; Κενό…


Από την άλλη ο Πεντζίκης. Ένα τεράστιο κείμενο. Ογκώδες. Στα όρια του μοντερνισμού. Επιρροές, συγγένειες, αναφορές. Διαβάζεται; Έχει νόημα να διαβαστεί σήμερα; Σε ποιους απευθυνόταν τότε; Σήμερα; Γιατί; Αν ήταν πιο μικρό μήπως ήταν πιο 1.2.3…; Γιατί τέτοια ερωτήματα; Γιατί κάποια κείμενα που έχουν μια σημαντική θέση στη γραμματεία δεν μπορούν να διαβαστούν ή δεν διαβάζονται; Φταίνε οι αναγνώστες; Υπάρχει τρίγωνο: Συγγραφέας-κείμενο-αναγνώστης; Πρέπει να υπάρχει; Ενδιαφέρει τον συγγραφέα; Αρκεί το παιχνίδι των λέξεων; Αρκεί η ιστορική ανάμνηση ή η καταγραφή της ανθρώπινης συνείδησης;
Δεκάδες ερωτήματα… καμία απάντηση…

Τέλος, γιατί ο Πεντζίκης επέλεξε να «διασκευάσει» την Έρση του Δροσίνη; Μήπως θέλησε να παίξει; Να την υπονομεύσει; Μήπως σήμερα είμαστε πιο καχύποπτοι; Αλλά υπάρχει εποχή αθωότητας στη λογοτεχνία;


Πολλά ερωτήματα, ελάχιστες απαντήσεις, εκεί στο αίθριο, ανάμεσα στις πολυκατοικίες, παρέα με την αγελάδα απ’ το cow parade…

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008

Δημήτρης Αθηνάκης - περί μετάφρασης και άλλων δαιμονίων

Δευτέρας απόγευμα. Στο αγαπημένο μας dasein. 14 άνθρωποι. Κουβέντες αντικρουόμενες, ζωντανές, τολμηρές. Καλεσμένος μας ο μεταφραστής Δημήτρης Αθηνάκης.

Η συζήτηση ξεκίνησε από το πώς φτάνει ένα προς μετάφραση βιβλίο στα χέρια του μεταφραστή, μέχρι το πότε «χωρούν» υποσημειώσεις σε ένα κείμενο. Και, φυσικά, αν όλα μεταφράζονται, αν η μετάφραση είναι μεταγραφή, ποια είναι η λειτουργία της κριτικής, η ελευθερία (ή μη) του μεταφραστή να επέμβει στο κείμενο, τα λάθη στη μετάφραση, το αμετάφραστο κάποιον κειμένων. Και πιο καθημερινά ζητήματα, όπως ας πούμε αν γίνεται να βιοποριστεί κανείς από τη μετάφραση.

Με τον Δημήτρη κουβεντιάσαμε και ένα ζήτημα, το οποίο πολύ έχει απασχολήσει τη Λέσχη Ανάγνωσης του ΜΕΛΟΜΑ τον τελευταίο καιρό: επηρεάζει τον αναγνώστη η βιογραφία του συγγραφέα; Αν και σε κάποιους από εμάς (π.χ. σε εμένα) η απάντηση μοιάζει προφανής (ναι, δεν γίνεται παρά να τον επηρεάζει), σε κάποιους άλλους είναι εξίσου προφανές το ακριβώς αντίθετο (όχι, δεν επηρεάζει την ανάγνωση η βιογραφία του δημιουργού).

Αδυνατώ να μεταφέρω εδώ τη ζωηρότητα της συζήτησης, των ανοιχτών ερωτημάτων και του γέλιου που ρίξαμε. Κρίμα που δεν είχαμε μεριμνήσει να τραβήξουμε φωτογραφίες. Την επόμενη φορά θα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι.

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Πατρίκ Μοντιανό: Στο café της χαμένης νιότης

Ποια είναι η Λουκί ή η σπουδάστρια ή η κατά κόσμον Ζακλίν Ντελάνκ σύζυγος του Ζαν-Πιερ Σουρό;




Ο Μοντιανό δίνει λόγο σε όλους όσοι τη γνώρισαν, μα ελάχιστα την ήξεραν πραγματικά: έναν φοιτητή που σύχναζε στο ίδιο με αυτήν καφέ, έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ που την αναζητά κατά παραγγελία του συζύγου της, έναν εκκολαπτόμενο συγγραφέα και τελευταίο εραστή της, ενώ και η ίδια η Ζακλίν αφηγείται ένα μέρος της ζωής της. Παράλληλα απ’ το προσκήνιο περνούν και άλλοι χαρακτήρες που σκιαγραφούν το χαρακτήρα της, η μητέρα της που δούλευε στο Μουλέν Ρουζ, ο στοργικός αστυνομικός, η Ζανέτ Γκολ ή Νεκροκεφαλή που τη μυεί στον αιθέρα και ο Γκι ντε Βερ, προσωποποίηση του συγγραφέα, που χτίζει ή διαμορφώνει το χαρακτήρα της προτείνοντάς της βιβλία προς ανάγνωση.




Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60, στις γειτονιές του Παρισιού, εκεί που «υπήρχαν μεταβατικές ζώνες, no man’s land, όπου ήσουν στο περιθώριο των πάντων, σε εκκρεμότητα, περαστικός». Στα 15 της η Ζακλίν συλλαμβάνεται δύο φορές για αλητεία ανηλίκου. Τι αναζητά και βγαίνει στο δρόμο; Είναι η φυγή της από ένα πλαίσιο ή η μετάβαση από μια ζωή σε μια άλλη; Μήπως η αδυναμία της να ωριμάσει; «Πίστευα ότι έπρεπε να σκληρύνω, να παλέψω με τον εαυτό μου, να προσπαθήσω να αυτοελεγχθώ» για να καταλήξει λίγο μετά «υπολόγιζα πολύ στις γνωριμίες που θα έκανα και που θα έβαζαν ένα τέρμα στη μοναξιά μου»…




Η Ζακλίν είναι μια γυναίκα ουσιαστικά χωρίς ταυτότητα που δεν νοιάζεται ποιο όνομα θα τη χαρακτηρίζει – Λουκί, σπουδάστρια, Ντελάνκ ή Σουρό – ψηλαφίζει το παρελθόν της, ανατρέχοντας στη μνήμη που προσπαθεί να αποβάλλει και να καταστρέψει. «Όταν όλα καταγράφονται ξεκάθαρα, αυτό σημαίνει ότι όλα έχουν τελειώσει, όπως στα μνήματα όπου είναι χαραγμένα ονόματα και ημερομηνίες» βιώνοντας τη θλίψη και τη μελαγχολία που της επιφέρει το οριοθετημένο πλαίσιο και όσα αυτό συνεπάγεται – η υποτυπώδης ασφάλεια της μητέρας στην αρχή, του συζύγου στη συνέχεια, του εραστή εν τέλει – ένα πλαίσιο που λειτουργεί μεν βασανιστικά σαν λαιμητόμος αλλά και που χωρίς αυτό δεν μπορεί τελικά να επιβιώσει. Στα διαλείμματα της ζωής της ή στις μεταβάσεις από τη μια σχέση στην άλλη βρίσκει καταφύγιο σε αβέβαιες σχέσεις εξάρτησης τη μια με τη Ζανέτ Γκολ και τον περίεργο κύριο Μοσελινί, την άλλη με μια λογοτεχνική παρέα στο café Condé, περιπλανώμενη πάντα στις Ουδέτερες Ζώνες του Παρισιού όντας στην ουσία απούσα. Ή μήπως μποέμ, αναρωτιέται ο αφηγητής; «Μποέμ: άτομο που διάγει ζωή περιπλανώμενη, χωρίς κανόνες και χωρίς έγνοιες για το αύριο. Να ένας ορισμός που ταίριαζε απόλυτα σε όσους και όσες σύχναζαν στο Condé», λέει ο Μοντιανό. Όμως η Ζακλίν δεν είναι μποέμ…




«Σ’ αυτή τη ζωή που καμιά φορά μας φαίνεται σαν χερσότοπος χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες, ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις γραμμές φυγής και τους χαμένους ορίζοντες, πολύ θα θέλαμε να βρούμε σημεία αναφοράς, να καταστρώσουμε κάτι σαν κτηματολόγιο, για να μην έχουμε πια την εντύπωση ότι αρμενίζουμε ακυβέρνητοι. Οπότε, δημιουργούμε δεσμούς, προσπαθώντας να σταθεροποιήσουμε ριψοκίνδυνες γνωριμίες» λέει ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που την αναζητά.

Αυτό είναι όμως μόνο η Ζακλίν; Στο café Condé εμφανίζεται κουβαλώντας «ένα βιβλίο τσέπης, με βρόμικο εξώφυλλο, απ’ αυτά που τ’ αγοράζεις μισοτιμής στα παλαιοπωλεία του Σηκουάνα», που της έχει δώσει ο Γκι ντε Βερ. Το βιβλίο είναι «ο Χαμένος ορίζοντας» του Τζέιμς Χίλτον (1933).




Διαβάζοντας μια κριτική του Μ. Πανώριου για τον Χαμένο Ορίζοντα στη Βιβλιοθήκη το 2002 (http://www.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=10/05/2002&id=98354632), νιώθω σαν να περιγράφεται η στάση της ίδιας της Ζακλίν:
Η «φυγή από την πραγματικότητα», παρ' όλο που θεωρείται παρεξηγημένα συνειδητή πράξη εθελοτυφλίας απέναντι στα καθημερινά προβλήματα της ζωής, δεν είναι καθόλου τέτοια. Στην ουσία, είναι μια βαθύτατα υπαρξιακή στάση-αντίδραση σε ένα ορισμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, στις φιλοσοφικές και θρησκευτικές δομές του οποίου ο άνθρωπος κινδυνεύει να χάσει τον εαυτό του. Τότε, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η Ιστορία γράφεται από τις διάφορες εξουσίες και, κυρίως, ακούγοντας τον ήχο του επερχόμενου μέλλοντος, «αναχωρεί», είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό του εαυτού του -είναι και αυτή η απόφαση μια μορφή αγώνα, ίσως η σωστότερη και αποτελεσματικότερη-, προσπαθώντας έτσι να διαφυλάξει και να περισώσει μέσα του το μεγαλείο και την ομορφιά του ανθρώπου και της φύσης, γεγονός που παίρνει μάλιστα τις διαστάσεις αυτοθυσίας μπροστά στη διαπιστωμένη έλευση ενός νέου εφιαλτικού Αρμαγεδδώνα.




Όμως ο Μοντιανό δεν μένει εδώ, το δεύτερο βιβλίο που βάζει να της προτείνει ο Γκι ντε Βερ είναι η «Λουίζ του Κενού – Ο θρίαμβος της φτώχειας και των ταπεινώσεων» του Jean Maillard (1713), θολώνοντας πλέον τα νερά για την ψυχική κατάσταση της Ζακλίν, προοικονομώντας έτσι και το τέλος της. Η Louise de Bellère du Tronchay ήταν μία αριστοκράτισσα, με μοναδική χάρη, μέχρι που στα 35 της έπαθε μια κρίση, κάτι ανάμεσα σε τρέλα και μυστικιστική κλίση, και μέσα από την άσκηση αφοσίωσης και το βάθος της αναφοράς της στον Θεό, γίνεται παράδειγμα προσωπικής ανιδιοτέλειας και μυστικιστικής έκλαμψης (http://www.lekti-ecriture.com/editeurs/louise-du-neant.html).




Η Ζακλίν Ντελάνγκ, ή Λουκί, ή η σπουδάστρια, ή απλώς σύζυγος του Ζαν-Πιερ Σουρό είναι απλώς γοητευτική.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2008

Πλάτων Ροδοκανάκης: Το βυσσινί τριαντάφυλλο

Κάποιους μήνες τώρα με γυροφέρνει «Το βυσσινί τριαντάφυλλο» (Β.Τ.) του Πλάτωνα Ροδοκανάκη. Δεν ξέρω το λόγο. Πρώτα είδα την θεατρική διασκευή του ομώνυμου διηγήματος από την ομάδα «Όχι παίζουμε», μετά έψαξα και διάβασα το γραπτό κείμενο και τέλος αναζήτησα την ιστορία του διηγήματος αυτού.



Το 1909 ο Ροδοκανάκης άρχισε να εκδίδει σε αποσπάσματα το Β.Τ. στην εφημερίδα Ακρόπολις. Ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Χρηστομάνος τον κατηγόρησε ότι αντέγραφε τον άκρατο συναισθηματισμό και τη χλιδή του ύφους του έργου του το Βιβλίο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ. «Ο Ροδοκανάκης επέμενε πως ήταν ο Χρηστομάνος που τον αντέγραφε, πως το θεατρικό έργο Τα τρία φιλιά του Χρηστομάνου ήταν αντιγραφή από το Β.Τ.». Η κατάληξη ήταν ο Χρηστομάνος να πάει στα δικαστήρια τον Ροδοκανάκη «επί δυσφημίσει». Ο Κωστής Παλαμάς ήταν εκείνος που τελικά τον έσωσε «καταθέτοντας πως κατηγορία λογοκλοπής, έστω και αν υπάρχει κάποια μίμηση ή επιρροή, δεν μπορεί να σταθεί».
Και να σημειωθεί πως και οι δυο εστέτ της εποχής ανήκαν στην ίδια λογοτεχνική παρέα και κρούσματα αντιγραφής είχαν υπάρξει και παλιότερα με Το φλογισμένο ράσο του Ροδοκανάκη όπου ο τίτλος προερχόταν από έργο του Χρηστομάνου…
Αυτή είναι η πρώτη ιστορία που σέρνει το Β.Τ. Η δεύτερη έχει να κάνει με έναν άλλο συγγραφέα της παρέας, τον Περικλή Γιαννόπουλο, ο οποίος αυτοκτόνησε στον Σκαραμαγκά κατά τον τρόπο που αυτοκτονούν οι δυο ήρωες στο Β.Τ. …


"Ο Πλάτων Ροδοκανάκης τοποθετείται χρονικά στο τέλος της λεγόμενης λογοτεχνικής γενιάς του 1880. Η γραφή του κινείται στα πλαίσια του αισθητισμού, με αναφορές στο έργο του Όσκαρ Ουάιλντ, του Ντ’ Αννούντσιο, του πρώιμου Νίκου Καζαντζάκη, του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και τη φιλοσοφία του Φρειδερίκου Νίτσε". (http://www.lemoni.gr/shop/author.asp?ID=18758). Ο Παλαμάς, σε κριτική του που δημοσιεύεται στη συλλογή διηγημάτων του Ροδοκανάκη, όπου και το Β.Τ., αναφέρει «Στο Β.Τ. βρίσκετε στοιχεία από τη ζωή, το σχέδιο μιας ιστορίας, κάτι σαν ψυχολογική ανάλυση, κάποιο δράμα, κάτι σα χαρακτήρες, λίγη ειρωνεία, λίγη φιλοσοφία, ξέρω κ’ εγώ τι. Μα το ξεδιακριτικό του γνώρισμα είναι το εγώ του συγγραφέα που δεν περιγράφει τη ζωή, πιστά ή άπιστα, μα την ερμηνεύει, ντύνοντάς τηνε, μεταμορφώνοντας, σχεδόν παραμορφώνοντας, μέσα στα πλατιά, πολύπτυχα, αρχοντικά, και κάποτε αποκριάτικα φορέματα του λυρισμού…».



Δεν ξέρω ποιο κείμενο είχε υπόψη του ο Παλαμάς. Στο πρόλογο του βιβλίου το Β.Τ. ο Ροδοκανάκης αναφέρει «Το έργο, όπως βγαίνει τώρα, είναι κάπως διαφορετικό από κείνο που είχε γραφεί». Έχει κάνει αλλαγές, έχει κόψει ολόκληρα κομμάτια «για λόγους τέχνης» και «για να σβηστή κάθε γραμμή ομοιότητας» κ.λπ. κ.λπ. που παραδίδουν ένα κείμενο σμπαραλιασμένο και μάλλον αδιάφορο.



Και ερχόμαστε στο σήμερα. Μια ομάδα αποφασίζει να ξανα-ανακαλύψει τον Ροδοκανάκη και το Β.Τ. για τους δικούς της λόγους «Η δράση οργανώνεται με αφορμή τα 100 χρόνια από την πρώτη και μοιραία ανάγνωση, σε στενό λογοτεχνικό κύκλο, του έργου Το Βυσσινί Τριαντάφυλλο του μυστηριώδους λογοτέχνη. Μοιραία ανάγνωση διότι οδήγησε τον Π. Γιαννόπουλο να εμπνευστεί τον τρόπο της αυτοκτονίας του, έσπρωξε τον Κ. Χρηστομάνο στα δικαστήρια, εισήγαγε τον νεαρό Πλάτωνα στα πιο σημαντικά λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής και επικύρωσε το καθαρόαιμο της μυστικιστικής – βυζαντινής του καταγωγής.»



Σήμερα αν ξανασυστήναμε το Ροδοκανάκη, για ποιο λόγο θα το κάναμε; Εγώ θα έλεγα για το εκπληκτικό του χιούμορ, ένα υποδόριο χιούμορ που αφήνεται ξαφνικά να πλημμυρίσει τον κόσμο που φτιάχνει. Και νομίζω ότι τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής του Β.Τ. αδικούνται απ’ την ιστορία που σέρνει το ομώνυμο κείμενο.


Ίσως δίκαια θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σχολής του ελληνικού αισθητισμού, όμως υπάρχουν ακόμα πολλές πτυχές του έργου του που όπως φαίνεται δεν έχουν καλά καλά αποκαλυφθεί [Ένας συγγραφέας που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος των υπερρεαλιστών μας, Νάσος Βαγενάς http://www.sarantakos.com/kibwtos/rodokanakhs_maxaragias.html ]



[στοιχεία αντλήθηκαν από: Πέτρου Χαρτοκόλλη Ο αυτόχειρας του Σκαραμαγκά, Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήναι 2007
Πλάτων Ροδοκανάκης Το βυσσινί τριαντάφυλλο, Εκδόσεις Νεφέλη 1988
Και τα liks που αναφέρονται μέσα στο κείμενο]

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Ο Δημοσθένης Βουτυράς στο "Φαρφουλά"

Διάβασα αυτές τις μέρες το καλαίσθητο λογοτεχνικό περιοδικό «Φαρφουλάς» με αφιέρωμα στο Δημοσθένη Βουτυρά, 50 χρόνια μετά το θάνατό του (1872-1958).




Στάθηκα κυρίως στη συνέντευξη που έδωσαν ο Βάσιας Τσοκόπουλος, επιμελητής των Απάντων του Βουτυρά (μέχρι τώρα έχουν εκδοθεί 5 τόμοι με διηγήματα του Βουτυρά και κριτικά κείμενα πάνω στο έργο του συγγραφέα, ετοιμάζεται ο 6ος, ενώ υπολογίζεται ότι οι τόμοι θα φτάσουν τους 14) και ο Διαμαντής Καράβολας, εκδότης του «Φαρφουλά» (το όνομα Φαρφουλάς προέρχεται από διήγημα του Βουτυρά), στον Νίκο Αξαρλή στο Κανάλι Ένα του Πειραιά.



Ο Καράβολας εντάσσει το έργο του συγγραφέα σε ένα αιρετικό ρεύμα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας, με πολλά στοιχεία νεωτερικά, 30 χρόνια δηλαδή νωρίτερα απ’ τη γενιά του ’30, με τον Στρατή Τσίρκα πρώτο και το Στυλιανό Αλεξίου στην συνέχεια να μιλούν για τον μοντερνισμό του. Ο Τσοκόπουλος αναφέρει τα κύρια χαρακτηριστικά στο έργο του Βουτυρά, τις δυνατές εικόνες περιγραφής, τη μουσικότητα, τον αισθητισμό του, την ιδιαίτερη στράτευσή του (ως έργο διαμαρτυρίας), ένα έργο που είχε μεγάλη απήχηση «στα πιο δυναμικά κομμάτια του κοινού, στους νέους, τους πάροικους κλ.π.».
Σκέφτομαι αν ο Βουτυράς ξεχάστηκε ή ξεπεράστηκε; Αν ξεπεράστηκε εμείς σήμερα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο απ’ το να τον μνημονεύουμε ως μέρος της παραγωγής του 20ου αι.. Αν ξεχάστηκε τότε μήπως αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι δεν βρέθηκε νωρίτερα ένας επιμελητής, ένας θεωρητικός να γράψει μια συνθετική μελέτη για το έργο του; Και το λέω γνωρίζοντας τα ζεύγη Ρίτσος/Προκοπάκη, Τσίρκας/Προκοπάκη, Αλεξάνδρου/Ραυτόπουλος κ.λπ..

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Ο Πίντσον στο σφυρί




Διαβάσαμε λοιπόν τη "Συλλογή των 49 στο σφυρί" του Πίντσον.


ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ

  1. Ο Πίντσον προσπαθεί να κάνει κάτι, να πει κάτι, να δώσει κάποιο νόημα; Ή μήπως πρόκειται για μία φάρσα;

  2. Πώς μπορώ να πάρω στα σοβαρά ένα κείμενο, το οποίο ο ίδιος ο δημιουργός του σχολιάζει πλέον αρνητικά; Να το δω ως ένα βήμα προς αυτό που θέλει τελικά να κάνει; Είναι ένα αποτυχημένο βήμα;

  3. Εγώ, σήμερα, ζω σε έναν κόσμο όπως αυτόν που περιγράφει ο Πίντσον; Τί έχει να μου πει; Έχει να μου πει κάτι; (Σημείωση: ο Γιάννης Π., μέλος της Λέσχης, βρήκε άρθρο εφημερίδας, το οποίο αναφέρει πως υπάρχει εργαστήριο στην Ελβετία που μετατρέπει τη στάχτη από τα κόκαλα των πολυαγαπημένων μας σε διαμάντια. Σπεύσατε!. Που σημαίνει ότι τα κόκαλα των νεκρών πολεμιστών του Πίντσον δεν βρίσκονται μακριά από την αλήθεια μας.)

  4. Γιατί αυτή η μουρδουκλωμένη γλώσσα; Πώς μπορούν να αποδωθούν στα ελληνικά οι άπειρες αναφορές του Πίντσον στην αμερικάνικη κουλτούρα;

  5. Υπάρχει μεταμοντερνισμός; Και αν ναι, τί είναι αυτός; Και πόσο με νοιάζει; Μήπως σήμερα έχει ήδη ξεπεραστεί;


Και πολλά πολλά άλλα βεβαίως.


Ευτυχώς, μετά πήγαμε για τσίπουρα στο "Άμα Λάχει", οπότε όλα γίνανε πια ξεκάθαρα. Δεν είχαμε πλέον ερωτήσεις. Μονάχα απαντήσεις. Και πολλά γέλια.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2008

Το τετραγωνικο ΙΙ

Η σημερινή «Καθημερινή» έγραψε για την παράσταση «Νομίζω πως ένα τετραγωνικό σου αρκεί», στην οποία συμμετέχουν με κείμενά τους δύο από τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης του ΜΕΛΟΜΑ. Μπραβίσσιμο, Νίκη και Θεώνη!!!!


«Νομίζω πως ένα τετραγωνικό σού αρκεί», ο τίτλος της παράστασης, αλλά είναι η μισή αλήθεια. Γιατί οι νέοι ηθοποιοί και επίδοξοι συγγραφείς που παρουσιάζουν τα 19 σύντομα κείμενα στο θέατρο «Επί Κολωνώ» θα μπορούσαν να «απλωθούν» και σε μεγαλύτερο χώρο, έστω και αν το περιορισμένο φουαγιέ παίρνει μέσα από το κέφι, το ταλέντο και την ευρηματικότητά τους τις διαστάσεις μιας κανονικής σκηνής. Η δουλειά, αποτέλεσμα μαθημάτων υποκριτικής με την Ελένη Σκότη (καλλιτεχνική διευθύντρια του «Επί Κολωνώ») και θεατρικής γραφής με τον Ανδρέα Φλουράκη, απέκτησε τη μορφή παράστασης με τη σκηνοθετική επιμέλεια της Αλεξάνδρας Παυλίδου. Κείμενα γλυκόπικρα, με χιούμορ, τρυφερότητα, λοξό βλέμμα στην πραγματικότητα, στρέφονται με ευαισθησία στη ζωή και στις σχέσεις. Οι ηθοποιοί τα υποστηρίζουν και τα αναδεικνύουν, η σκηνοθεσία τα συνθέτει, τους δίνει ρυθμό, ενιαίο ύφος.»

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Βραβείο Αναγνωστών ΙΙ

Το παρακάτω λάβαμε από το ΕΚΕΒΙ.


Αγαπητά μέλη του ΜΕ.Λ.ΟΜΑ.,

Θέλω κατ’ αρχάς να επισημάνω ότι είναι ενδιαφέρουσες και ουσιαστικές οι παρατηρήσεις και οι υποδείξεις σας σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των Λεσχών Ανάγνωσης όσο και την ακολουθούμενη διαδικασία για το Βραβείο Αναγνωστών.

Στόχος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου είναι η διάδοση της αναγνωσιμότητας, η οποία «αποδίδει καρπούς» υπολογίζοντας την τάση αύξησης των Λεσχών Ανάγνωσης ανά την Ελλάδα. Ο θεσμός, όπως γνωρίζετε, δεν διέθετε προηγούμενη παράδοση, ανάλογη με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ως εκ τούτου, στον τρίτο χρόνο λειτουργίας τους οι ελληνικές Λέσχες Ανάγνωσης εξελίσσονται εύλογα στη δομή και τη μορφή τους. Στην αισιόδοξη αυτή εξέλιξη συμπεριλαμβάνεται βεβαίως η επιδίωξη συνεχούς βελτίωσης, ο γόνιμος προβληματισμός αλλά και ιδέες όπως η συγκεκριμένη που αναφέρετε γύρω από ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο εκπαίδευσης των μελών στις λέσχες - μέλλει να συζητηθούν οι παράμετροι και οι πρακτικές που θα απαιτηθούν ώστε να υλοποιηθεί έμπρακτα.

Τα αυτά ισχύουν σ’ ό,τι αφορά τη διαδικασία επιλογής και τη συμμετοχή αναγνωστών στο Βραβείο Αναγνωστών. Αν μη τι άλλο, η προώθηση των Λεσχών Ανάγνωσης στη διαδικασία θα συμβάλει στην αμεσότερη, πιο αντιπροσωπευτική επιλογή βιβλίων της πρόσφατης εσοδείας από τους ίδιους τους αναγνώστες. Είναι αυτονόητο ότι το διαβλητό της διαδικασίας, όπως συζητήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Μάιο, δεν συσχετίζεται με τη συνεργασία μεταξύ ΕΚΕΒΙ και Λεσχών Ανάγνωσης. Εξάλλου, η συμμετοχή του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού είναι δεδομένη. Η ψηφοφορία με ηλεκτρονικά μηνύματα μέσω κινητών τηλεφώνων παραμένει, με το σκεπτικό ότι όλοι οι τηλεφωνικοί αριθμοί ελέγχονται για τη μία και μοναδική ψήφο τους. Το εύρος της «δόλιας ψήφου», προς ενίσχυση του εκδοτικού-εμπορικού συμφέροντος, δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένο ή μηδαμινό.

Οσο δε για τον κατάλογο των υποψηφίων προς βράβευση βιβλίων, είναι εξαρχής σαφές ότι κάθε Λέσχη Ανάγνωσης έχει τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξει τα βιβλία για τη «βραχεία λίστα» σύμφωνα με τις αναγνωστικές επιλογές των μελών της, ανεξαρτήτως των τίτλων που επιλέγονται ανά μήνα στο πλαίσιο της κάθε συνάντησης. Σε διαφορετική περίπτωση, θα περιορίζονταν να διαβάσουν μόνον τα βιβλία που εκδόθηκαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εχετε δίκιο και θα προωθηθεί η ιδέα της τακτικής ενημέρωσης των λεσχών με μηνιαία λίστα τίτλων βιβλίων που αναρτώνται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων της ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ.

Σας ευχαριστούμε για την επιστολή μα και για όλα όσα αναφέρετε, αφού αποτελούν χρήσιμες και αξιοποιήσιμες παρατήσεις. Είμαι στη διάθεσή σας ανά πάσα στιγμή, επικοινωνώντας είτε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είτε τηλεφωνικώς (210-9200329, 9.00-5.00 καθημερινά, ώρες γραφείου).

Με ευχαριστίες,
Βασίλης Ρούβαλης



--------------------------------------------------------------------------------

Το παρακάτω στάλθηκε στο ΕΚΕΒΙ


Αγαπητέ κύριε Ρούβαλη,

Αρχικά θα θέλαμε να σας ευχαριστούμε για την απάντησή σας στην επιστολή μας σχετικά με το Βραβείο Αναγνωστών από το ΕΚΕΒΙ. Κατά την πρώτη μας φετινή συνάντηση, στη Λέσχη Ανάγνωσης του ΜΕΛΟΜΑ, συζητήσαμε διεξοδικά για τη συμμετοχή μας στη διαδικασία απονομής του βραβείου. Διατυπώθηκαν αρκετές απόψεις, κάποιες μάλιστα πολύ αντικρουόμενες, και τελικά αποφασίσαμε ότι δεν επιθυμούμε να λάβουμε μέρος στην εν λόγω διαδικασία, όπως αυτή ορίζεται, για την τέταρτη απονομή του Βραβείου Αναγνωστών.
Αναγνωρίζουμε και επικροτούμε την προσπάθεια του ΕΚΕΒΙ να δημιουργηθούν και να προωθηθούν οι Λέσχες Ανάγνωσης στην Ελλάδα, μια προσπάθεια που ωφέλησε αναμφίβολα και το ΜΕΛΟΜΑ στην πορεία του. Στόχος της λέσχης μας μεταξύ άλλων είναι το δημιούργημα του έντεχνου λόγου ως έργο τέχνης καλλιτεχνικής αξίας, ως τεκμήριο κοινωνιολογικού χαρακτήρα και ως αντικείμενο μελέτης. Ως εκ τούτου και η ανάγνωση αποτελεί για εμάς, απόλαυση, αποτέλεσμα ανιδιοτελούς ενασχόλησης, εμπειρία ζωής εν γένει και φυσικά παιδαγωγική διαδικασία, και επιδιώκουμε να ασχολούμαστε συνειδητά με το βιβλίο μέσω εντρυφήματος, παίδευσης και συζήτησης. Με γνώμονα αυτά, με προβληματισμό για τον όγκο των βιβλίων που περιλαμβάνονται στη λίστα αλλά και με ανησυχίες και επιφυλάξεις, όπως τις έχουμε ήδη διατυπώσει στην προηγούμενη επιστολή μας, αποφασίσαμε να απέχουμε από τον συγκεκριμένο θεσμό του Βραβείου Αναγνωστών. Ακόμα κι αν κάποιοι από εμάς έχουν διαβάσει ορισμένα απ’ τα προτεινόμενα βιβλία, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το γεγονός αυτό είναι επαρκές για να τα προτείνουμε, καθώς δεν το θεωρούμε δίκαιο απέναντι στους υπόλοιπους δημιουργούς.
Φυσικά παραμένουμε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση με έγνοια πάντα την ενίσχυση της ανάγνωσης στην Ελλάδα, και ελπίζουμε να συμβάλουμε ουσιαστικά με τον τρόπο μας –εμείς αλλά και οι υπόλοιπές Λέσχες Ανάγνωσης– στη βελτίωση του θεσμού, ελπίζοντας να αποκτήσει το βιβλίο την αξία που αληθινά τού πρέπει.
Σας ευχαριστούμε και ευχόμαστε καλή επιτυχία στις μελλοντικές σας προσπάθειες.


Με τιμή,
Λέσχη Ανάγνωσης ΜΕ.Λ.ΟΜΑ.


Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

Το τετραγωνικό


"Νομίζω πως ένα τετραγωνικό σου αρκεί" ο τίτλος. Παρουσίαση κειμένων του εργαστηρίου θεατρικής γραφής σε μορφή ζωντανού αναλογίου με ηθοποιούς του studio Νάμα, ο υπότιτλος.

Οι φοιτητές του εργαστηρίου θεατρικής γραφής στο θέατρο Επί Κολωνώ θα δουν τα κείμενά τους να παίζονται. Ο δάσκαλός τους, ο Ανδρέας Φλουράκης, στο πρόγραμμα της παράστασης τονίζει "πως ένας νέος συγγραφέας αποκτά πραγματική ευθύνη των γραπτών του μόνο όταν παρουσιάζονται ενώπιων θεατών".

19 λοιπόν φοιτητές της σχολής παρουσιάζουν τα κείμενά τους σε ένα σπονδυλωτό έργο, υπό τη σκηνοθεσία της Αλεξάνδρας Παυλίδου, τη δραματουργική επεξεργασία της Μαρίας Τρανού και την καλλιτεχνική επιμέλεια της Ελένης Σκότη. Στο φουαγιέ του θεάτρου Επί Κολωνώ, για δύο ακόμα τριήμερα (18-20/9 και 25-27/9/08 στις 21.30).


Πέρα από την υποστήριξή μας σε τέτοιες προσπάθειες, εμείς θα πάμε και για έναν ακόμα λόγο: για να παρακολουθήσουμε τις σκηνές "Η χαρουπιά" και "Φλερτ" της Θεώνης Δέδε και της Ανδρονίκης Μαστοράκη αντίστοιχα, δυο αγαπημένων μελών της ομάδας μας...
Εικόνα: Στέφανος Ρόκος, Ιφιγένεια 1999

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2008

Αυτή η Οιδίπα είναι λίγο χαζοβιόλα;


Διάβαζα τις τελευταίες ημέρες τη «Συλλογή των 49 στο σφυρί» του Τόμας Πίντσον. Στο πλαίσιο της προετοιμασίας μου για τον συντονισμό της συζήτησης επί του εν λόγω βιβλίου (μαζί με τη Νίκη, φυσικά) στη Λέσχη Ανάγνωσης του ΜΕΛΟΜΑ, είχα κατεβάσει από τη βιβλιοθήκη μου μία ντάνα θεωρητικών κειμένων για να δω τους διάφορους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να ειδωθεί το μυθιστόρημα του Πίντσον.

Και μετά διάβασα αυτά γράφει ο φίλος badpupil στο blog του (http://badpupil.blogspot.com/2008/09/119.html).


«Οι βασικές ανάγκες δεν θεραπεύονται σ’ αυτόν [τον σύγχρονο Δυτικό] κόσμο. Ικανοποιούνται πρόχειρα, γρήγορα, επιδερμικά: fast-food, fast-fuck, fast-read, fast-die κ.λπ. Στο μεταξύ οι φαντασιακές ανάγκες απορροφούν όλο και μεγαλύτερο μέρος της ζωής.

[...]

Φτάσαμε έτσι στο σημείο εκατομμύρια άνθρωποι στον Δυτικό κόσμο να χάνουν τη βούληση για ζωή: αρνούνται να ξέρουν, να συμμετέχουν, να σκέπτονται, να πονούν, αρνούνται ακόμα και να πεθάνουν. Αποξενώθηκαν από τις βασικές ανάγκες σε τερατώδη βαθμό. Εθίστηκαν να ζουν φαντασιώνοντας την ικανοποίηση των βασικών αναγκών ως μια ακόμα αγορά, κατάκτηση, αποθησαύρισμα, ανταλλακτική αξία. Εκατομμύρια άνθρωποι στον Δυτικό κόσμο βιώνουν μια, τρομακτική σε έκταση, μεταφυσική υπέρβαση των βασικών τους αναγκών. »

Και σκέφτηκα πως ΝΑΙ αυτόν ακριβώς τον κόσμο περιγράφει ο Πίντσον και γι΄αυτό ακριβώς ένιωθα να σφίγγεται το στομάχι μου, άρρωστη να περιφέρομαι κάθε που έκλεινα το βιβλίο του. Δεν υπάρχει νόημα, δεν υπάρχουν σχέσεις, δεν υπάρχει γλώσσα, δεν υπάρχει επικοινωνία. Άρα; Άρα ποια είναι η λύση; Αν αυτή είναι η αλήθεια του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου, τότε πώς μπορεί να βγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο κατανάλωση-δουλειά-κατανάλωση; Μπορεί να βγει;

Και τότε έφτασε στο mail box μου το ερώτημα ενός μέλους της Λέσχης του ΜΕΛΟΜΑ:
«Αυτή η Οιδίπα είναι λίγο χαζοβιόλα; »

Στην αρχή γέλασα - υστερικά.

Αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι ναι η Οιδίπα είναι πράγματι λίγο χαζοβιόλα. Όπως κι εγώ κι εσύ και όλοι μας. Αυτό που μου/σου/μας συμβαίνει είναι επειδή έχουμε χαζέψει. Αν όλοι παραδεχόμαστε ότι είμαστε πιόνια στα χέρια της διαφήμισης και του lifestyle, γιατί επιτρέπουμε να μας συμβεί; Μήπως έχουμε πια γίνει αληθινά κουτοί; Γιατί ζούμε με τον τρόπο που κάποιοι μας λένε να ζούμε, αν αυτός ο τρόπος δεν μας οδηγεί σε κάποια μορφή ευτυχίας;

Μάλλον δεν θα έχω τις θεωρίες της λογοτεχνίας στο πλάι μου, στη δεύτερη ανάγνωση του Πίντσον. Μάλλον θα τον ξαναδιαβάσω μέσα από τη ματιά της δικής μου ζωής. Αν δεν έχει κάτι να πει για τη δική μου ζωή, τότε γιατί θα πρέπει να με αφορά; Και μάλλον θα τον διαβάσω ήσυχα, προσπαθώντας να τον αφουγκραστώ, να συναντηθώ μαζί του.

Μάλλον θα προσπαθήσω να γίνω παλιομοδίτισσα, να αγαπήσω, να δωθώ, να ρισκάρω, να ζήσω και να πεθάνω σε χρόνο αργό, «σε χρόνο Jane Austen», όπως έλεγα σε κάποιο ποίημα που δεν εκδόθηκε ποτέ .

Και μάλλον θα πάρω τους φίλους μου και τον αγαπημένο μου να πάμε μια βόλτα για ουζάκια.

Ίσως έτσι κάτι να αρχίσει να αλλάζει. Αλλιώς η Οιδίπα θα είναι όντως μια χαζοβιόλα. Κι εγώ, φυσικά, μαζί της.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Θάνατος στη Βενετία




" Ένα αξιόλογο έργο τέχνης, για να μπορέσει να ασκήσει μια πλατειά και βαθειά επίδραση, έχει ανάγκη απ΄την ύπαρξη μιας μυστικής συγγένειας ή ακόμα μιας συνταύτισης, ανάμεσα στην προσωπική μοίρα του δημιουργού του και ολάκερης της σύγχρονης γενιάς του."

Ο Τόμας Μαν κατεβαίνει στον Άδη. Αλλά έναν Άδη χαράς, γαλήνης, ηρεμίας, επιτέλους πληρότητας. Όχημα, φυσικά, η ομορφιά. Αυτή είναι "ο δρόμος που μας οδηγεί απ΄το αισθητό στο πνεύμα.". Η ομορφιά η καθαρή τον οδηγεί. Σ΄αυτήν αφήνεται ευτυχισμένος, κολυμπώντας ενάντια σε κάθε -μέχρι τότε- βεβαιότητα της ζωής του. Ο αφηγητής, ο γεμάτος λόγια που ποτέ δεν ξεστομίζει, βρίσκει αυτή η ομορφιά εντελώς απτή στο πρόσωπο του νεαρού Τάτζιο.

Ναι, τον ερωτεύεται, και ναι αφήνεται στον θάνατο ευτυχισμένος που αγάπησε αυτό το αγόρι. Η απόλυτη χαρά. Το παραμύθι. Το δόσιμο στο αχανές του τίποτε. Το ευτυχές δόσιμο. Το τελειωτικό.

Ο Μαν ονειροβατεί μαζί με τον αφηγητή του. Στη γοητεία και τη βρώμα της Βενετίας. Στην ύποπτη καθαρότητα και την ηδονική αρρώστια. Συνομιλεί με τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, περί θεού, τέχνης, μορφής, ομορφιάς, ζωής. Ταυτοχρόνως όχι μονάχα εκφράζει, αλλά δείχνει, την δική του άποψη περί λογοτεχνίας. Γιατί γράφουμε, πώς γράφουμε, γιατί δεν μπορούμε παρά να γράφουμε. Κι αν αυτά αρκούν για να δημιουργήσουμε καλλιτεχνικό έργο.

Κείμενο ονειρικό, ποιητικό, ήσυχο, τρομακτικό. Σαν ναρκωτικό. Σαν βύθιση στα νερά της Βενετίας. Σαν καλότυχος θάνατος.

Υ.Σ. Αναρωτιέμαι πώς και αυτό το ομοφυλοφιλικό και παιδοφιλικό κείμενο δεν απαγορεύτηκε, δεν λογοκρίθηκε, αλλά αντίθετα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Κυκλοφόρησε το 1912. ("Ο εραστής της Λαίδη Τσάτερλυ" κυκλοφόρησε το 1928 και ο καημένος ο Λώρενς πέρασε τη ζωή του στα δικαστήρια να υπερασπίζεται το έργο του.) Μήπως επειδή η ερωτική σχέση στον Μαν δεν γίνεται ποτέ σεξουαλική; Η ματιά του πρωταγωνιστή είναι σίγουρα ηδονοβλεπτική. Απλώς δεν τολμά να προχωρήσει παραπέρα. Ίσως να πρόκειται για περίπτωση όπως του Παπαδιαμάντη, που "άγιασε" παρά τα τόσα και τόσα κοριτσάκια που ερωτοβόλα κυκλοφορούν στα διηγήματά του. Ίσως...

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Τζ. Μ. Κούτσι, Τα χρόνια του σιδήρου

Η αγωνία μιας ηλικιωμένης γυναίκας στο πρόθυρα του τέλους της,
που έχει να αντιπαλέψει την προσωπική απώλεια ζωής σε ένα περιβάλλον ερημιάς καθώς οι συναισθηματικοί δεσμοί, με αυτό που αποκαλεί επέκταση της ζωής της, την κόρη της, έχουν υποστεί τις επιπτώσεις της μακρόχρονης απόστασης (η κόρη έχει εγκαταλείψει την πατρική εστία και πατρίδα με την αποδοχή της μάνας) και το ευρύτερο της περιβάλλον είναι σαθρό και απογυμνωμένο από όποια συναισθηματική χροιά, καθώς το καθεστώς του απαρχάϊντ στην Νότια Αφρική περιβάλλει τα πάντα με βρωμιά.
Μέσα στη βρωμιά πρέπει να αφήσει την ψυχή της και η Κάρεν, μια γυναίκα παιδευμένη στον Δυτικό ουμανισμό, καθηγήτρια κλασσικής φιλολογίας. Από την πρώτη μέρα που μαθαίνει για το επερχόμενο τέλος της προσπαθεί σχεδόν ανεπαίσθητα και σαν να είναι όλως τυχαία, να υφάνει δεσμούς που θα επιτρέψουν στην ψυχή της να παρέλθει αγγιγμένη, έστω και στα ακροδάχτυλα, από τις απαλές φτερούγες ενός άγγελου προστάτη που, έστω την ύστατη στιγμή, θα μαλακώσει την αγριάδα του σιδήρου που την περιβάλει, θα δώσει ύπαρξη στο ανθρώπινο και θα μετουσιώσει την βρωμιά, για να μπορέσει να κάνει την έξοδό της.
Ρεαλιστική η γραφή του Κούτσι, αλλά ο πυρήνας έχει έντονα στοιχεία συμβολισμού. Ο κύριος Βερκέιγ, ένα απόβρασμα, στεγνό, βρωμερό, απογυμνωμένο σχεδόν από οτιδήποτε ανθρώπινο, πιθανώς να αντιπροσωπεύει την κατάσταση της Νότιας Αφρικής ή να αντικατοπτρίζει ένα από τα παιδιά που γέννησε το απαρχάϊντ. Την ακολουθεί και τον ακολουθεί ψωμοζώντας με ελάχιστα ανθρώπινα και η Κάρεν ενίοτε τον εκπαιδεύει, τον προετοιμάζει να γίνει ο Ερμής του ημερολογίου της προς την κόρη της.
Η κόρη της, γέννημα της Κάρεν, η επέκτασή της, έφυγε από την δυσωδία και έτσι το μέρος του μέλλοντος της έδωσε τέρμα στη βρώμα της. Παρά ταύτα την κόρη, παρότι απούσα, επιλέγει να την κάνει κοινωνό των συμβάντων. Η λήθη ναρκώνει. Η Κάρεν στην προσπάθεια της να βρει ψήγματα ανθρώπινης καθαρότητας (όχι με τη δογματική ματιά του ουτοπικού καθαρού, αλλά απλά της ανθρώπινης ενσυναίσθησης) γύρω από τον κόσμο που την περιβάλλει, επιλέγει τον απόκληρο του καθεστώτος καθώς στη Φλόρενς, την έγχρωμη οικιακή βοηθός της, το γιο της και το φίλο του (ατσάλινοι αυτοί, παιδιά του πολέμου, φτιαγμένα όμως από σάρκα που σχίζεται από τα βόλια και τρέχει πηχτό το αίμα τους μουλιάζοντας τα πόδια της Κάρεν) δεν μπορεί να βρει αγαλλίαση η παλλόμενη πριν το τέλος ψυχή της.
Κάποια σημεία παραπέμπουν στο μελό και στιγμιαία αδυνατίζουν το κείμενο από την δεινότητα του. Στις πιο πολλές στιγμές του όμως είναι ένα καλά και με ευαισθησία δουλεμένο έργο που αποτυπώνει την προσωπική υπαρξιακή αγωνία που εμπλέκεται στα γρανάζια ενός χυδαίου συστήματος και κραυγαλέα μεγεθύνει την αγωνία της ύπαρξης.Μια ανησυχία διακατέχει τον αναγνώστη για την όποια δυσωδία γύρω του.

Τί είδε ο Κινέζος;


Διαβάζω τα παρακάτω σε σημερινό άρθρο της κυρίας Σελλά στην «Καθημερινή»:

«Στο ελληνικό περίπτερο, καλόγουστο, λειτουργικό και ευρύχωρο, η σύγχρονη Κίνα είχε μια ακόμα επαφή με τη σύγχρονη Ελλάδα, μέσα από τα αναγνωρίσιμα στοιχεία του παρελθόντος.

Ετσι, οι Κινέζοι επισκέπτες φωτογραφίζονται φανατικά μπροστά από ένα αντίγραφο της Αφροδίτης της Μήλου ή από ένα κοστούμι αρχαίας τραγωδίας που εκτίθεται στο περίπτερο, παρακολουθούν γοητευμένοι την ταινία «Ζορμπάς» με κινεζικούς υπότιτλους ή ξεφυλλίζουν αχόρταγα τα βιβλία αρχαίου πολιτισμού. Οι περισσότεροι Κινέζοι αυτό ξέρουν από την Ελλάδα: τον αρχαίο πολιτισμό. Ομως, ειδικά μετά τους Ολυμπιακούς, σαν να ξεπέρασαν την εσωστρέφεια. Επιζητούν επαφή, επικοινωνία, αλληλεπίδραση. Αντιγράφουν με θετικό τρόπο ό,τι μπορεί να τους φέρνει πιο κοντά στον σύγχρονο κόσμο.
[...]

Η σύγχρονη Ελλάδα έχει κάνει πολλά βήματα επαφής και σύνδεσης με τη σύγχρονη Κίνα (μέχρι και δύο σουβλατζίδικα άνοιξαν φέτος στο Πεκίνο).»



Αναρωτιέμαι αν η σύγχρονη Ελλάδα έχει να δείξει την Αφροδίτη της Μήλου, τον Ζορμπά και τα σουβλατζίδικα. Ή αν τέλος πάντων έχει να δείξει αυτά και μόνο αυτά.


Δεν παράγουμε πια πολιτισμό; Αν ναι, ίσως είναι καλύτερη η σιωπή.


Παράγουμε πολιτισμό; Αν ναι, γιατί δεν προβάλλεται; Φόβος; Βαρεμάρα; Εμπορικά συμφέροντα;


Εκείνο που διαπιστώνω είναι ότι οι «αρμόδιοι» συχνά δεν αγαπούν αυτό για το οποίο είναι αρμόδιοι. Και αναρωτιέμαι: ο χαμός που έγινε για τη «Μήδεια» φέτος το καλοκαίρι θα γινόταν για κάποιο βιβλίο;

Υπάρχει έγνοια για το βιβλίο; Μήπως τελικά είναι καλύτερη η σιωπή; Ή η οργή; Δεν ξέρω.






Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2008

Μίχαελ Έντε, Ιστορία χωρίς τέλος


Στο αίθριο των εκδόσεων Μεταίχμιο, το μυθιστόρημα του ΜΙΧΑΕΛ ΕΝΤΕ μάς παρέσυρε σε μια συζήτηση για τις βασικές ιδέες του βιβλίου—το παιχνίδι μεταξύ καλού και κακού, η φιλία, η μνήμη, η αγάπη ως παράγοντες επαναφοράς μιας ισορροπίας που χάθηκε από την αλόγιστη χρήση της εξουσίας—, και μας ανάγκασε στον ορισμό θεμελιωδών εννοιών: πού σταματά η φαντασία του συγγραφέα και πού ξεκινά εκείνη του αναγνώστη σε κάθε αναγνωστικό ταξίδι, τί είναι τελικά φαντασία και τί είναι εκείνο που ο συγγραφέας ονομάζει «Τίποτα», τί είναι παραμύθι και ποια αρχέτυπα της ανθρώπινης ύπαρξης ξεσκεπάζονται αν τραβήξουμε το νήμα της παραμυθίας ώς την αρχή του... Ήταν μια ατέλειωτη συζήτηση. Και ίσως αυτές ακριβώς τις συζητήσεις να είχε στο μυαλό του ο συγγραφέας όταν έγραφε την ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ.

Τρίτη 5 Αυγούστου 2008

Ντόρις Λέσινγκ, Το πέμπτο παιδί

Δεν είχα διαβάσει Ντόρις Λέσινγκ. Την άκουσα κάποια στιγμή στην παρέα του ΜΕΛΟΜΑ, αλλά αδιαφόρησα. Την ξανάκουσα κι αργότερα με το νόμπελ αλλά και πάλι αδιαφόρησα. Μέχρι εχθές, οπότε και διάβασα «Το πέμπτο παιδί». Γραφή καθαρή, χωρίς στολίδια και καρικεύματα, μεστή και ουσιώδης, καίρια και αιχμηρή. Αφήγηση ρέουσα απ’ την αρχή ως το τέλος, χωρίς κενά, χωρίς κεφάλαια, χωρίς ενότητες, που σ’ αναγκάζει να ακολουθήσεις το ρυθμό της για να φτάσεις στο τέλος και να κλείσεις το βιβλίο παγωμένος και βουβός.

Η Χάριετ και ο Ντέιβιντ, δυο ξεχωριστοί άνθρωποι για τις συνήθειες της δεκαετίας του ’60, ονειρεύονται την ευτυχία σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παιδιά. Το όνειρό τους παίρνει σάρκα και οστά στο τεράστιο «σαν ξενοδοχείο» σπιτικό, όπου συγκεντρώνεται όλο το σόι στις γιορτές των Χριστουγέννων, του Πάσχα, του καλοκαιριού. Μέχρι την έλευση του πέμπτου παιδιού. Ο Μπεν είναι διαφορετικός. Είναι αλλόκοτος, βίαιος, κακός. Η γαλήνη της οικογένειας ανατρέπεται και σταδιακά όλοι απομακρύνονται από κοντά τους. Συγγενείς και φίλοι πείθουν τελικά το ζευγάρι να κλείσουν τον Μπεν σ’ ένα ίδρυμα απ’ όπου δεν βγήκε ποτέ κανείς, όπου κανείς δεν αναζήτησε ποτέ κανέναν. «Όσοι παρατάνε εδώ τα παιδιά τους δεν έρχονται ύστερα να τα δουν».
Κι όμως η Χάριετ δεν αντέχει. Πηγαίνει και παίρνει πίσω τον Μπεν, βάζοντας οριστικά ταφόπλακα στην οικογενειακή της ευτυχία. Τα υπόλοιπα παιδιά εγκαταλείπουν σιγά-σιγά την πατρική εστία, ο ίδιος ο Ντέιβιντ απομακρύνεται από την Χάριετ.
Κι όμως εκείνη μόνη κι αβοήθητη, κι ας μισούσε το πέμπτο της παιδί που την τυράννησε όσο κανένα ήδη απ’ την κύηση, κι ας είχε ευχηθεί να το δει να πέφτει απ’ το παράθυρο, δεν μπορούσε να το εγκαταλείψει. Δεν μπορούσε να το σκοτώσει.
«Εντάξει, είπε νοερά στον αθέατο Ντέιβιντ, αλλά ξέρω πως θα ‘κανες κι εσύ το ίδιο, αν δεν το έκανα εγώ… Τέτοιοι άνθρωποι είμαστε και, καλώς ή κακώς, δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε.»






Στο πέμπτο παιδί δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για το σεβασμό του διαφορετικού. Στην ιστορία υπάρχει ένα ακόμα "άρρωστο" παιδί, που πάσχει από σύνδρομο Ντάουν και το οποίο ωστόσο περιβάλλεται από αγάπη και φροντίδα, κάτι που δεν συμβαίνει με τον Μπεν. Η Λέσινγκ επικεντρώνεται στον Μπεν που είναι επιπλέον αλλόκοτος, βίαιος, κακός, και καταφέρνει να τραβήξει τον αναγνώστη στην πλευρά της Χάριετ - και του Μπεν, όχι γιατί μιλά απλά για μια μάνα που δεν μπορεί να εγκαταλείψει το «διαφορετικό» παιδί της, αλλά γιατί μέσα από την Χάριετ αναδεικνύει τη χαμένη ανθρωπιά, ως ένα απύθμενο ψυχικό εργαλείο που δεν αδρανοποιείται ποτέ. Κι η ανθρωπιά αυτή είναι τυφλή, γιατί μόνο και μόνο δεν υπόκειται σε κανέναν (κοινωνικό) κανόνα. Ταυτιζόμαστε ή κατανοούμε πλήρως τους συγγενείς τους ή και τον Ντέιβιντ, που της λένε άσε τον Μπεν έχεις κι άλλα τέσσερα παιδιά και αυτά σε χρειάζονται, ή με τον Μπεν καταστρέφεις την οικογένειά σου, ίσως και να ακούγεται κάπου στο βάθος και η δική μας η φωνή που συνηγορεί μαζί τους, ναι κι εμείς το ίδιο θα κάναμε, θα το κλείναμε στο ίδρυμα, αλλά ξέρουμε τελικά ότι η εξέλιξη δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη απ’ την απόφαση που πήρε η Χάριετ, κι ας ξέρει ότι ο Μπεν το πιο πιθανό είναι – αν δεν το έχει ήδη κάνει – να μπλεχτεί σε παράνομες ιστορίες… Το δέχεται, δεν κάνει τίποτα να τ’ αποτρέψει γιατί ξέρει ότι δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα περισσότερο στον Μπεν, απ’ τη ζωή που του ‘χει προσφέρει ως τώρα. Η Χάριετ είναι εντάξει με τη συνείδησή της κι αυτό της αρκεί…

Η Λέσινγκ αφήνει τη Χάριετ να μιλήσει και να αναπτύξει την κοσμοθεωρία της. Δυο φορές ωστόσο ανοίγει την αφήγηση προς τον αναγνώστη. Στην πρώτη απευθύνεται στους γνώστες της αγγλικής κοινωνίας για το αγγλικό ταξικό σύστημα, αλλά αδυνατώ να καταλάβω το λόγο. Στη δεύτερη όμως, «όπως όλοι ξέρουμε…», αναφέρεται στις διαβαθμίσεις των μαθητών στα σχολεία και σε ποια κατηγορία ανήκει ο Μπεν, όχι για να κατατάξει ο αναγνώστης τα δικά του παιδιά, αλλά για να φέρει το θέμα του Μπεν και των ομοίων του ξεκάθαρα δίπλα μας. Η Λέσινγκ απλά μας κλείνει το μάτι…


Η ιστοσελίδα της Λέσινγκ: http://www.dorislessing.org/

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2008

Βραβείο Αναγνωστών

Το παρακάτω στάλθηκε στο ΕΚΕΒΙ και σε όσους (δημοσιογράφους, bloggers, συγγραφείς κλπ) έχουν ασχοληθεί με το εν λόγω ζήτημα. Αποτελεί μία πρόσκληση σε συζήτηση.

Με χαρά λάβαμε το e-mail σας σχετικά με το Βραβείο Αναγνωστών και ως λέσχη ανάγνωσης σας ευχαριστούμε πολύ για την πρόσκληση που μας απευθύνατε να συμμετάσχουμε στη διαδικασία απονομής του εν λόγω βραβείου. Έχουμε ωστόσο κάποιους προβληματισμούς, τους οποίους και θα θέλαμε να σας εκφράσουμε:
Δύο από τα μέλη του ΜΕ.Λ.ΟΜΑ. παραβρέθηκαν στις συζητήσεις για το Βραβείο Αναγνωστών, τις οποίες οργάνωσε το ΕΚΕΒΙ στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Ένα από τα κύρια θέματα ήταν και το διαβλητό της διαδικασίας διεξαγωγής της ψηφοφορίας μέσω sms. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που οδήγησαν το ΕΚΕΒΙ να επιδιώξει μια συνεργασία με τις λέσχες ανάγνωσης, ώστε να βρεθεί ένας λιγότερο διαβλητός τρόπος ψηφοφορίας, καθώς οι αναγνώστες-ψηφοφόροι δεν θα ήταν πλέον ανώνυμοι και συγχρόνως δεν θα είχαν κάποιο προφανές εμπορικό συμφέρον. Από το e-mail που μας στείλατε διαπιστώσαμε με έκπληξη ότι και πάλι καλείται το ευρύ κοινό (λέσχες ανάγνωσης και λοιποί αναγνώστες) να ψηφίσει μέσω sms. Φυσικά η ψηφοφορία θα γίνει επί της short list που θα έχει δημιουργηθεί από τις λέσχες ανάγνωσης, αλλά η παγίδα των sms συνεχίζει να υφίσταται.
Ένα άλλο θέμα που συζητήθηκε στη Θεσσαλονίκη ήταν το πώς τα μέλη των Λεσχών Ανάγνωσης θα μπορέσουν να καλύψουν τον όγκο των βιβλίων (200-300 μυθιστορήματα) τα οποία εκδίδονται μέσα σε ένα έτος. Από το e-mail σας δεν καταλάβαμε εάν υπάρχει κάποια σαφής πρόταση πάνω στο θέμα αυτό. Ακόμη και αν θεωρούσαμε ότι οι λέσχες θα μπορούσαν να κατανέμουν με κάποιον τρόπο τα βιβλία προς ανάγνωση στα μέλη τους (π.χ. 10 μέλη -> 20-30 βιβλία ανά μέλος), και πάλι είναι φύσει αδύνατο να διαβαστούν τόσα βιβλία μέσα στο ελάχιστο διάστημα 3-4 μηνών που υπολείπεται.
Στην περίπτωση πάντως που οι λέσχες ανάγνωσης (και εννοούμε ένα σημαντικό ποσοστό από αυτές) συμφωνούσαν να συμμετάσχουν στη διαδικασία για την επιλογή του βιβλίου για το Βραβείο Αναγνωστών, θα πρέπει κανείς να σκεφτεί διάφορες ουσιαστικές παραμέτρους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι δεν είναι δυνατό τα μέλη των λεσχών ανάγνωσης να αγοράζουν όλα αυτά τα βιβλία. Θα μπορούσε το ΕΚΕΒΙ να δημιουργήσει μία βιβλιοθήκη με τα βιβλία της εκάστοτε χρονιάς, απ’ όπου με μια ταυτότητα μέλους Λέσχης Ανάγνωσης, που θα δίνεται από το ΕΚΕΒΙ, θα μπορούν τα μέλη της κάθε Λέσχης να τα δανείζονται. Αυτό όμως είναι προς το παρόν μια λεπτομέρεια μπροστά στο ουσιώδες, που είναι ο, όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικός και λιγότερο διαβλητός, τρόπος επιλογής του βιβλίου.
Έχουμε κάποιες ιδέες πάνω σ’ αυτό το θέμα, τις οποίες και αναφέρουμε. Πιστεύουμε πάντως ότι θα ήταν ωφέλιμο να συναντιόμασταν και πάλι με πρωτοβουλία του ΕΚΕΒΙ και να τα συζητούσαμε όλα αυτά από κοντά.
Το Βραβείο Αναγνωστών να αφορά μόνο τις λέσχες ανάγνωσης. Εφόσον αυτές εμπλέκονται στην επιλογή της short list, γιατί να μην επιλέγουν αυτές τον νικητή;
Η ψηφοφορία να γίνεται επί συγκεκριμένων βιβλίων και να αφορά βιβλία που εκδίδονται για πρώτη φορά. Μας έκανε εντύπωση που ο κατάλογος των βιβλίων, που μας στείλατε, περιείχε και κάποιες επανεκδόσεις, όπως π.χ. είναι η «Ορθοκωστά» του Θ. Βαλτινού, που πρωτοεκδόθηκε το 1994, ή οι «Σπασμένες Ψυχές» του Ν. Καζαντζάκη (με το ψευδώνυμο Πέτρος Ψηλορείτης) που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Νουμάς, στην Αθήνα, τα έτη 1909-1910!
Επίσης, για άμεση ενημέρωση των αναγνωστών των λεσχών, το ΕΚΕΒΙ θα μπορούσε να αποστέλλει τη λίστα των βιβλίων που εκδίδονται κάθε μήνα στις αρχές του επόμενου μήνα (δηλαδή αρχές Φλεβάρη λαμβάνουμε τη λίστα των βιβλίων που εκδόθηκαν το Γενάρη κ.ο.κ.). Ή ίσως θα μπορούσε να γίνεται κρίση για τα βιβλία του προηγούμενου έτους, δηλαδή για παράδειγμα, το φθινόπωρο του 2009 να δίνεται το Βραβείο Αναγνωστών για τα βιβλία που εκδόθηκαν το 2008. Έτσι, θα μπορούσαμε να οργανώσουμε καλύτερα το χρόνο και την ποιότητα ανάγνωσης αυτών των βιβλίων. Ο διαθέσιμος χρόνος ανάγνωσης, άλλωστε, επηρεάζει άμεσα την ποιότητα της ανάγνωσης, και σε κάθε διαγωνισμό, οποιασδήποτε μορφής, η κριτική επιτροπή καλείται να γνωρίζει καλά όλους τους υποψηφίους.

Αφήνοντας για λίγο πίσω μας το θέμα του Βραβείου Αναγνωστών, θα θέλαμε να σας αναφέρουμε έναν γενικότερο προβληματισμό που αφορά τις λέσχες ανάγνωσης. Τι λέσχες θέλουμε πραγματικά, εμείς που αγαπάμε το βιβλίο και την ανάγνωση; Χωρίς να παραβλέπουμε την κοινωνική διάσταση των λεσχών και την ιδιαίτερη σημασία που αυτή έχει στη σημερινή κυρίως εποχή της αποξένωσης, μας ενδιαφέρει πρωτίστως κι ένας άλλος παράγοντας: η «δημιουργία» ενημερωμένων και συνειδητοποιημένων αναγνωστών. Γιαυτό όμως πρέπει να δοθούν τα κατάλληλα ερεθίσματα. Όπως φρόντισε το ΕΚΕΒΙ να στείλει ανά την Ελλάδα αναγνωρισμένους συγγραφείς ώστε να ενημερώσουν το κοινό περί του τι είναι μία λέσχη ανάγνωσης και πώς λειτουργεί, έτσι θα μπορούσε να στηθεί και ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο «εκπαίδευσης» των μελών των λεσχών. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να γίνονται μηνιαίες συζητήσεις/μαθήματα με φιλολόγους, μελετητές, συγγραφείς κ.ά., για την Ιστορία της Λογοτεχνίας, για συγκεκριμένα κινήματα/ρεύματα, για δημιουργική ανάγνωση κ.λπ.. Όλα αυτά με σκοπό την παιδεία. Ας μην ξεχνάμε, εντέλει, ότι καλύτεροι αναγνώστες σημαίνει και καλύτεροι συγγραφείς.
Κλείνοντας θα θέλαμε και πάλι να σας ευχαριστήσουμε για το κάλεσμα στη διαδικασία απονομής του Βραβείου Αναγνωστών. Πιστεύουμε στην ύπαρξη του συγκεκριμένου βραβείου και ελπίζουμε να αποκτήσει την αξία που αληθινά του πρέπει. Είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2008

Ιστορία χωρίς τέλος, του Μίχαελ Έντε

Ο Μίχαελ Έντε και η «Ιστορία χωρίς τέλος» (Εκδόσεις Ψυχογιός) έρχονται το Σεπτέμβρη στη λέσχη ανάγνωσης του ΜΕΛΟΜΑ






«Ο ΜΙΧΑΕΛ ΕΝΤΕ γεννήθηκε το 1929. Ήταν γιος του σουρεαλιστή ζωγράφου Έντκγαρ Έντε. Ηθοποιός αρχικά, σκηνοθέτης και συγγραφέας κειμένων για καμπαρέ, γράφει στην τύχη, το 1957, ένα μεγάλο παιδικό βιβλίο για να ξεφύγει από τη σκιά της διδακτικής του Μπρεχτ. Απ’ αυτό προέρχονται τα δυο μυθιστορήματα Ο ΤΖΙΜ ΚΝΟΠΦ ΚΑΙ Ο ΟΔΗΓΟΣ ΤΗΣ ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗΣ (1960) και Ο ΤΖΙΜ ΚΝΟΠΦ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΡΙΟΙ 13 (1961). Το πρώτο παίρνει αμέσως το γερμανικό βραβείο παιδικού βιβλίου (Βιβλίου Νεότητας). Το 1973 εκδίδεται Η ΜΟΜΟ που παίρνει το ίδιο βραβείο. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ εκδίδεται το φθινόπωρο του 1979 και βρίσκεται συνέχεια από το 1980 στη λίστα των μπεστ σέλερ. Ο Μίχαελ Έντε πήρε το βραβείο JANUSZ - KORCZAK το 1981 και το Διεθνές Βραβείο LORENZO IL MAGNIFICO το 1982. Επίσης, στο Ρέτζιο πήρε το σημαντικότερο ιταλικό βραβείο πολιτισμού, το BRONZI DI RIACE. Άλλα βιβλία του είναι Ο ΔΡΑΚΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ, ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΣΑΛΤΙΜΠΑΓΚΩΝ, Η ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΗ ΠΟΥ ΡΑΒΕΙ ΣΚΙΕΣ, ΦΑΝΤΑΣΙΑ, ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ, κ.α.»




πηγή: http://pedia.elogos.gr/index.php/Μίχαελ_Έντε


Οι πίνακες είναι του Έντκαρ Έντε: http://www.edgarende.de/Englisch/Home.htm

Σάββατο 12 Ιουλίου 2008

Καλό καλοκαίρι

Είναι πολύ σημαντικό να βρίσκεσαι με ανθρώπους που αγαπούν αυτό που αγαπάς κι εσύ. Είναι ακόμα πιο σημαντικό να αγωνιάς να έρθει εκείνη η πρώτη Δευτέρα του μήνα, να είσαι κατάκοπος απ’ τη δουλειά σου, και αντί να γυρνάς σπίτι για να ξεκουραστείς, αντί να πας μια βόλτα με το αίσθημα, αντ’ αυτού επιλέγεις να τρέξεις λίγο ακόμα, ν’ ανέβεις την Ιπποκράτους και να φτάσεις στο αίθριο των εκδόσεων Μεταίχμιο για να τους δεις όλους εκεί να σε περιμένουν: την Ανδρονίκη, το Γιάννη, το Δημήτρη, την Έφη, τη Θεώνη, την Κατερίνα, τη Μαίρη, τη Μάρθα, τη Μαρία, τη Μελίνα, τη Φλωρεντία…
Και τότε τα ξεχνάς όλα. Λες αϊ στο διάολο στη μιζέρια και τη βλακεία που σε πνίγουν, και ξαφνικά, ως δια μαγείας, σου περνάνε οι πονοκέφαλοι, οι φαγούρες, οι έγνοιες…





Θα το σταματήσω εδώ, από φόβο μήπως γίνω μελό…
[Καθώς ξαναδιαβάζω το κείμενο ως εδώ μου έρχεται στο μυαλό μου αυτό που γράφει ο Μουρσελάς στο ο πόθος καίει τα σωθικά κάπως έτσι: ενώ τη λογοτεχνία το μελό νομίζουμε, και το πιστεύουμε, την κάνει επιδερμική και ανάλαφρη, εντούτοις στη ζωή μας, πολλές φορές, παίρνει τόσο δραματικές διαστάσεις…]




Κλείνοντας, λοιπόν, τον χρόνο αυτόν, με την τελευταία συνάντηση για την Έρημη Χώρα του Έλιοτ, ο απολογισμός της λέσχης μόνο θετικός μπορεί να είναι, αφού καταρχήν μας έκανε πιο πλούσιους, αναφορικά με τις εικόνες, τις ηδονές, τις σκέψεις και τα ερωτήματα που μας γέννησαν τα βιβλία που επιλέξαμε να διαβάσουμε, και παράλληλα μας πρόσφερε πρωτόγνωρες εμπειρίες, όπως συνέβη μέσα απ’ τις δύο εκδηλώσεις που πραγματοποιήσαμε (για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες η μία και για Το κιβώτιο η άλλη).



Καλό καλοκαίρι λοιπόν λέσχη. Θα τα πούμε ξανά το Σεπτέμβρη με μια Ιστορία χωρίς τέλος


Οι πίνακες είναι του Έντκαρ Έντε: http://www.edgarende.de/Englisch/Home.htm

Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

The Waste Land

Συνάντηση της Λέσχης Ανάγνωσης του ΜΕ.Λ.ΟΜΑ. εχθές.

Διαβάσαμε την «Έρημη Χώρα» του T.S.Eliot.

Ερωτήματα διάφορα:
Τί σημαίνει ανάγνωση; Και μάλιστα, τί σημαίνει ανάγνωση ποίησης; Διαφέρει από την ανάγνωση του πεζού λόγου;

Τα οποία ερωτήματα βεβαίως μας οδηγούν στο τί σημαίνει ποίηση. Είναι ο Μπέκετ ποίηση; Είναι ο Τζόις ποίηση;

Αλλά και ερωτήματα περί του ελιτισμού του Eliot. Αν δηλαδή κάποιοι από εμάς -μιλάμε εδώ για μάλλον εκπαιδευμένους και υποψιασμένους αναγνώστες-, αν λοιπόν κάποιοι από εμάς αδυνατούμε όχι μονάχα να τοποθετηθούμε επί της «Έρημης Χώρας», μα και να την αισθανθούμε, να νιώσουμε το ρυθμό της, να επικοινωνήσουμε μαζί της έστω σε ένα επιφανειακό επίπεδο, αν την διαβάζουμε μονάχα ως ένα "heap of broken images" τα οποία όμως δεν μας λένε τίποτε, αλλά μάλλον ανούσια και βαρετά μας φαίνονται, τότε σε ποιους απευθύνεται το κείμενο αυτό; Αφορά μονάχα τους ποιητές και ίσως κάποιους φιλολόγους; Είναι απλώς ένα κείμενο αναφοράς για όσους μελετούν τον μοντερνισμό ή τον Eliot ή .... κλπ κλπ; Θα την διάβαζε ο σημερινός αναγνώστης, αν δεν έφερε το ειδικό φορτίο που ονομάζεται Eliot και Νόμπελ κλπ κλπ κλπ; Θα της έδινε σημασία ο ποιητής ή ο φιλόλογος αν την έβλεπε αναρτημένη σε ένα τυχαίο blog κάποιου ανώνυμου μπλόγκερ;

Φυσικά και κάποιοι απόλαυσαν την ανάγνωση. Συγκινήθηκαν. Ο Eliot τους έμοιασε απολύτως σημερινός. Να βλέπει την αγονία αυτού που όλοι ζούμε, να την αναγνωρίζει από απόσταση ενός σχεδόν αιώνα, εκείνος, ο εξόριστος ποιητής ή ο προφήτης Τειρεσίας ή ο πνιγμένος ναύτης με τα θρυμματισμένα κόκκαλα ή η μοναχική γραμματέας με το TV dinner και το διεκπεραιωτικό σεξ. Περσόνες που χρησιμοποιεί ο Eliot, ιστορίες που λέει, να ξεκινούν από την εποχή που ο κεραυνός μιλούσε και έπλαθε τον κόσμο, για να φτάσουν μέχρι το αποστεωμένο Λονδίνο της μοναξιάς, της αποξένωσης, της απόγνωσης, της μόλυνσης των ψυχών, των νεκρών του πολέμου, της έλλειψης της όποιας ελπίδας και πίστης.

Ψάξαμε να βρούμε κι αν ο μοντερνισμός έχει τελειώσει, αν έχει πράγματι υπάρξει ο μεταμοντερνισμός, ή αν αναμασούμε και ξαναψάχνουμε όλα εκείνα που απασχόλησαν τους φωτισμένους και παθιασμένους δημιουργούς των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Μήπως οι κατηγοριοποιήσεις αυτού του είδους είναι μονάχα για να εξυπηρετούν τους φιλολόγους; Μήπως μιλάμε πάντα για τα ίδια ζητήματα, ψάχνοντας μονάχα για καινούριους τρόπους να πούμε την ολόδική μας αλήθεια; Μήπως ο Ραμπελαί είναι ένας μοντερνιστής;

Δεν ψάξαμε για νόημα. Αυτό -το ξέρουμε καλά- δεν υπάρχει. Όχι με την έννοια της μίας απόλυτης, καθολικής αλήθειας. Υπάρχουν νοήματα. Όσα και οι αναγνώστες. Ειδικά όταν μιλάμε για αληθινή τέχνη.

Το ζήτημα είναι να θέτουμε ερωτήματα. Και να ψάχνουμε να επικοινωνήσουμε με κείμενα, ανθρώπους, καταστάσεις. Η άσκηση στην αναζήτηση μας παιδεύει να είμαστε στ' αλήθεια ζωντανοί.

Υ.Σ. Ευχαριστώ τη Μελίνα για τον συν-συντονισμό.

Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Βραβείο Αναγνωστών και Λέσχες Ανάγνωσης




Το ΕΚΕΒΙ αν και ήδη από πέρυσι είχε διατυπώσει την ιδέα του για σύνδεση του Βραβείου Αναγνωστών με τις Λέσχες Ανάγνωσης (κατά την αναγγελία του νικητή του 2007, στην τηλεοπτική εκπομπή της Μπ. Τσουκαλά) επανήλθε στην Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης με την ίδια επιθυμία, αλλά χωρίς καμία ολοκληρωμένη πρόταση. Οι ίδιες οι λέσχες ανάγνωσης, πάλι, σίγουρα δεν είχαν φανταστεί μια τέτοια εξέλιξη, όπως συμπεραίνω από τις ερωτήσεις που διατυπώθηκαν στην Έκθεση. Αλλά δεν έχει και πολλή σημασία τελικά.



Το θέμα που συζητιέται αυτές τις μέρες και χαίρομαι για τις πρωτοβουλίες και του βιβλιοπωλείου Σύγχρονη Έκφραση (http://sigxroniekfrasi.blogspot.com/) και άπτεται των λεσχών ανάγνωσης είναι τα βιβλία που αυτές διαβάζουν, και αν υπάρχει το κατάλληλο υπόβαθρο για την επιλογή του καλύτερου, αντιπροσωπευτικότερου (;) βιβλίου.




Αντικειμενικά κριτήρια επιλογής ενός έργου τέχνης δεν υπάρχουν. Ποιος θέτει τα κριτήρια και με ποια κριτήρια αυτός θέτει τα κριτήρια; Τα ερωτήματα είναι πολλά, γνωστά και αναπάντητα. Επομένως και η επιλογή ενός βιβλίου (ή του βιβλίου της χρονιάς) είναι εξορισμού υποκειμενική. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει στους τοπικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, στα βραβεία λογοτεχνικών περιοδικών και εν τέλει στα ίδια τα Νόμπελ. Να πούμε απλά ότι «υπάρχουν πολλά πίσω από ένα βραβείο;» Βέβαια όλοι μπορούμε να μιλάμε για την απαξίωση του τάδε ή του συνόλου των βραβείων, αλλά όλα έχουν τελικά και ένα αντίκρισμα, που ελάχιστα αδιάφορους αφήνει τους ενδιαφερόμενους. Για τον συγγραφέα είναι η αύξηση των εσόδων του, για τον εκδοτικό οίκο αρκετή διαφήμιση.



Όταν το ΜΕΛΟΜΑ, ξεκίνησε τη λέσχη του με έναν μικρό πυρήνα 8 ανθρώπων, το πρώτο κείμενο που επέλεξε ήταν η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη και όταν διευρύνθηκε το 2007 η Γυναίκα της Ζάκυθος, του Σολωμού. Από κει ταξιδέψαμε απ’ τον Τσίρκα ως τον Αλεξάνδρου κι απ’ το Φώκνερ ως τη Μόρισον. Τα ίδια τα άτομα λοιπόν (και όσα κουβαλούν) είναι αυτά που καθορίζουν το αναγνωστικό επίπεδο μιας λέσχης. Αν τώρα οι περισσότερες(;) λέσχες ανάγνωσης αποτελούνται από γυναίκες και αν αυτές διαβάζουν «βιβλία κομμωτηρίου» όπως εύστοχα σχολιάζει ο κακός μαθητής (http://badpupil.blogspot.com/), ας επιλέξουν αυτά τα βιβλία για το βραβείο αναγνωστών. Άλλωστε όπως φαίνεται οι γυναίκες είναι αυτές που διαβάζουν περισσότερο (http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_21/06/2008_274731) και μου είναι παντελώς αδιάφορο αν το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ θεωρηθεί βραβείο Αναγνωστριών ή όπως αλλιώς. (με πρόλαβε πάντως πάλι η Σελλά πριν αναρτήσω το κειμενάκι μου http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_1_26/01/2008_256934).




Σημασία έχει, φυσικά, ότι δεν είμαστε πεπαιδευμένοι στη σωστή ανάγνωση, (ωραία το αναγνωρίζουμε, όπως και πολλά άλλα ακόμα) αλλά δεν υπάρχουν και προτάσεις για να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο μπροστά. Και μήπως τελικά οι λέσχες είναι ένα «έτοιμο» ακροατήριο; Ο επόμενος στόχος μήπως είναι δηλαδή να εκπαιδευτούν οι λέσχες ανάγνωσης;

Μιχάλης Παπανικολάου


Τους τελευταίους μήνες συνεργάζομαι με το λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας». Από τα πιο σπουδαία που μου συμβαίνουν εκεί, είναι ότι φτάνουν στα χέρια μου βιβλία, των οποίων την ύπαρξη πιθανότατα δεν θα αντιλαμβανόμουν διαφορετικά.

Ένα από αυτά τα βιβλία είναι η ποιητική συλλογή «Τροφοσυλλέκτης πόλεων» του Μιχάλη Παπανικολάου (εκδ. περί τεχνών, Νοέμβριος 2007).

Η συλλογή είναι χωρισμένη σε 3 μέρη: Τα λαϊκά τραγούδια , Το βύθισμα, Οι τέσσερες εποχές.

Πρώτο ξάφνιασμα: Τα λαϊκά τραγούδια. Ποιήματα με τίτλους γνωστών ρεμπέτικων τραγουδιών, αφιερωμένα στους συνθέτες τους. Τα τραγούδια άκρως οικεία στ' αυτιά μου, φέρνουν αμέσως στο νου (και στα χορευτικά μου πόδια) αναμνήσεις διάφορες, γλέντια, πανηγύρια, ταξίδια με το αυτοκίνητο και το ραδιόφωνο, μετά το κασσετόφωνο, μετά το CD να παίζουν ξανά και ξανά τα ίδια αυτά τραγούδια κι εμείς να τραγουδάμε, να ξέρουμε όλους τους στίχους, αναμνήσεις ζωής.

Και ξάφνου το ποίημα. Τολμηρό. Να μη φοβάται να κοιτάξει κατάματα το ρεμπέτικο τραγούδι (και άρα όλες μου τις αναμνήσεις) και να συνομιλεί απευθείας μαζί του, με ματιά τόσο σημερινή, φρέσκια, ζωντανή.

Ένα παράδειγμα:

ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ
Του Καλδάρα

Του βγάλανε τα μάτια
Του κόψανε τ αυτιά
τη μύτη τη γλώσσα τα πόδια
Του ξεριζώσαν τα μαλλιά
τα γένεια
Αφήστε - τον τώρα είπαν
μην τον φοβάστε

Του αφήσανε τα χέρια
αχ τα χέρια
που ξέρουνε ν αγγίζουνε
και να πολεμάνε

Πώς να μην ταραχτείς; Πώς να μην νιώσεις την αλήθεια; Πώς να μην δεις ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, ότι το χθες είναι σήμερα και θα είναι και αύριο; Πώς να μην τρομάξεις;

Και μετά, το 2ο μέρος της συλλογής: Το βύθισμα.

Βύθισμα πραγματικό, σκληρό, κυνικό.

ΤΟ ΠΑΤΑΡΙ ΤΟΥ ΛΟΥΜΙΔΗ

Τι να περιμένει κανείς
από ναν κόσμο αποβλακωμένων γερόντων
που ανέχτηκε να γίνει
το «πατάρι του Λουμίδη»
τράπεζα

Τα ποιήματα του «Τροφοσυλλέκτη πόλεων» ολοκληρώνονται με τις «τέσσερες εποχές». Ένα ποίημα σε 4 μέρη. Όλα εδώ ξάφνου ησυχάζουν. Μαλακώνουν. Ίσως επειδή αφιερώνονται «στη Μίνα» (είμαι μια χαζορομαντική). Αλλά, ναι, ίσως επειδή αφιερώνονται στη Μίνα, ίσως επειδή ακούω τον Vivaldi, ο Παπανικολάου γίνεται λυρικός, χωρίς ποτέ να πάψει να κοιτάζει την αλήθεια κατάματα, να αντέχει να δει την αλήθεια κατάματα.

Ενα βράδυ μου είπες ξαφνικά
Θέλω να πεθάνω
Γυναίκα, όποια κι αν είσαι
δε μπορείς
Πεθαίνω θα πει φεύγω ατιμώρητος
ανατρέπω την ισορροπία των χρωμάτων
εμπορεύομαι τις αμαρτίες - μου
Αλλά σ αυτή τη γη υπάρχει δικαιοσύνη, πώς λοιπόν;
Τι έκανες απόψε
για να δικαιολογήσεις;
Τι πρόστεσες στην αγωνία -μας
πώς περιήλθες αυτόν τον κύκλο ζωής
Για νάχεις το δικαίωμα;

Για εκείνον που διαβάζει, είναι μέγιστη χαρά η συνάντηση με κείμενα αληθινά, με κείμενα αληθινών δημιουργών, ειδικά τα ανακαλύπτει τυχαία, όταν το αναπάντεχο της ζωής έρχεται να επιβεβαιώση τη χαρά της ανάγνωσης. Αναρωτιέμαι: πόσα ακόμα κείμενα, πόσους δημιουργούς χάνω μες στην πληθώρα; Και πόσους ακόμα θα έχω την ευτυχία τυχαία να ανακαλύψω.


Το ποίημα δεν εξηγείται

Περιπλέει την ύπαρξή - μας

και την κατάλληλη στιγμή

εισχωρεί

διαμελίζει


τεμαχίζει σάρκες

συντρίβει οστά.





Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

Χρίστος Λάσκαρης

ΝΑ ΔΙΑΣΧΙΖΕΙΣ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Να διασχίζεις το δωμάτιο,
να ξεπερνάς τη δυσκολία της κουρτίνας
και φτάνοντας
να επιμένεις στο παράθυρο –

αν το ανοίξεις
όλα γίνονται εύκολα.

--------------------------------------------------

Σσσσσ.....

Καλό ταξίδι να έχεις, ποιητή. Ήσυχος. Λιτός. Να είσαι.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

τα ταξίδια των βιβλίων

είπε κάποιος ότι δεν κάνουν ταξίδια τα βιβλία;


το Κιβώτιο ταξίδεψε από το νότο στο βορρά και μετά στη δύση κι ύστερα στην ανατολή και μετά και πάλι στο νότο. στο δρόμο γέμισε, γέμισε ασφυκτικά, κι ας έφθασε τελικά άδειο στον προορισμό του. πόσοι αλήθεια δεν θα το ζήλευαν! τόσο ελαφρύ κι όμως τόσο γεμάτο!

ο Γέρος ξεκίνησε κι αυτός από το νότο για να φθάσει σχεδόν στην πιο ψηλή ελληνική κορφή (παρά κάτι στα 2.918μ)
και μετά επέστρεψε στο νότο και μετά μπάρκαρε για ένα κυκλαδονήσι, κι όταν επέστρεψε και πάλι, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, αναρωτήθηκε, τι παραπάνω θα μπορούσε ποτέ να ζητήσει;

μοναχικές διαδρομές; κάθε άλλο. μαζί τις κάναμε, παρέα: τη μια φορά, το κιβώτιο, ο Άρης κι εγώ, την άλλη, ο γέρος, ο Γουίλιαμ κι εγώ. κι από δίπλα μας και μερικοί άλλοι, φίλοι συνοδοιπόροι. αργές διαδρομές, τόσο αργές που κάποιοι (βιαστικοί) σίγουρα θα σήκωναν μισο-ειρωνικά το φρύδι, αν έβλεπαν την πορεία μας. και τι μ’ αυτό; τι μετράει τελικά πιο πολύ σ’ ένα ταξίδι, από το να βρεις το ρυθμό και ν’ αφεθείς ελεύθερος να νιώσεις;

διαδρομές αισθήσεων ήταν αυτές. και αποκάλυψης μυστικών που περίμεναν υπομονετικά. το μάτι που θα τα ξέθαβε, την καρδιά που θα συντονιζόταν με τον δικό τους παλμό. μέσα στις τυπωμένες σελίδες κρύβονταν κάποια απ’ αυτά, μέσα σε δύσβατες ανθρώπινες διαδρομές, όπου ο φυσικός χώρος –τα στοιχεία της φύσης-, ως σημείο αναφοράς αλλά και εκπόρευσης, όχι μόνο δεν ήταν φίλος και σύντροφος αλλά ο χειρότερος εχθρός. κάποια άλλα μυστικά κρύβονταν μέσα στον αυτούσιο φυσικό χώρο, που είχε όμως αυτή τη φορά μορφή ήπια, γλυκιά, δοτική. αυτήν της ανοιξιάτικης ελληνικής φύσης:


σχεδόν πάνω στα στοιχειωμένα βήματα τόσων πολύπαθων ψυχών, οι Πρέσπες, μας αποκάλυψαν τα ουράνια πετάγματα των αργυροπελεκάνων και των ερωδιών τους και τα ήρεμα αγναντέματα στα γαλήνια νερά τους.











χιλιάδες μίλια μακριά από τον Γέρο του αμερικάνικου νότου, τον Μισσισιπή, όμως εξίσου μεγαλειώδης, ο Όλυμπος, μας αποκάλυψε τη μεγαλοσύνη των άγριων κορυφών του


και τις μελωδίες των γλυκόλαλων αηδονιών του.


τέλος, η κοσμοπολίτισσα, η αναδυόμενη των γλεντιών και των ξενυχτιών, η Μύκονος, χμμ…αυτή δεν πρόλαβε, ή μάλλον δεν προλάβαμε εμείς…να δοκιμάσουμε όσα είχε φυλαγμένα…λιγάκι μόνο αγγίξαμε, μεταλάβαμε το αιγαιοπελαγίτικο μπλε και το ξερό καφετί της και παίρνοντας λίγες ανάσες από τις θαλασσινές πηγές, δίπλα στην Παραπορτιανή και στους νεόνυμφους που απαθανάτιζαν το δικό τους ταξίδι, δυο στίχους γράψαμε, ελπίζοντας, ποθώντας να κρατήσουμε αιώνιες τις στιγμές…


το παραπόρτι έβλεπε στου Αιγαίου τον αφρό,
από το Κάστρο είσοδος στης θάλασσας το κύμα.
τι που η πύλη η μικρή χάθηκε έναν καιρό;
στο βράχο πάνω άγρυπνοι της πίστης οι φρουροί,
μες στης ζωής το πέλαγος με τα λευκά τους ρούχα.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Σώτη στη Θεσσαλονίκη






(Παραθέτω εδώ απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα της ομιλίας-παρουσίασης της Σώτης Τριανταφύλλου, στην Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης 2008.)

«Γιατί γράφουμε; Οι περισσότεροι από εμάς νομίζω ότι γράφουμε επειδή δεν μπορούμε να μην γράφουμε. Ωστόσο, ο καθένας μας έχει διαφορετικές κινητήριες δυνάμεις. Μία από τις δικές μου είναι η αντίσταση στον κονφορμισμό. Γράφω για να αντισταθώ στον συντηρητισμό που με περιβάλλει. Γράφω σαν να κάνω μία επαναστατική πράξη. Θα μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Θα μπορούσα να διοργανώνω διαδηλώσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι είμαι συγγραφέας που θέλει να διδάξει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Απλώς είναι ένα τρόπος -και όχι «απλώς», αλλά με σύνθετο περίγραμμα- είναι ένας τρόπος για να αντισταθώ τόσο στην καθημερινή επίθεση των παραδοσιακών αξιών, όσο και στον εξίσου πατροπαράδοτο και θλιβερό αριστερό συντηρητισμό, στην -όπως έλεγε ο Walter Benjamin- «αριστερή μελαγχολία».

Τί είναι αυτό το πράγμα, στο οποίο νομίζω ότι πρέπει να αντισταθούμε; Από τη μια πλευρά έχουμε την τρομερή επίθεση των ηλεκτρονικών μέσων, της τηλεόρασης, όλης αυτής της χυδαιότητας που όχι μόνο απειλεί την αισθητική και την πολιτική, αλλά την ίδια μας την ύπαρξη. Κινδυνεύουμε να γίνουμε πραγματικά ηλίθιοι. Από την άλλη πλευρά και συγχρόνως η τηλεόραση καταληστεύει τον χρόνο. Οι περισσότεροι άνθρωποι παραπονιούνται ότι δεν έχουν χρόνο. Ωστόσο αν μιλήσεις λίγο μαζί τους διαπιστώνεις ότι έχουν παρακολουθήσει όλες τις μεσημεριανές εκπομπές, κι ας υπάρχει το συνεχές παράπονο ότι η ζωή είναι μικρή, ότι δεν έχει τη σωστή διάρκεια. Αφού λοιπόν δεν έχει τη σωστή διάρκεια καλό είναι να περνάμε ωραία. Και ωφέλιμα. Και η ανάγνωση κάνει τους ανθρώπους και καλύτερους και πιο ευτυχισμένους. Η τηλεόραση, όχι.

Το γράψιμο, λοιπόν, είναι για την σύγχρονη εποχή μία αντίσταση σ' αυτή την τρομερή επίθεση της εξουσίας. Κι από την άλλη μεριά στην αντίδραση της αντίδρασης, που είναι η σύγχρονη αριστερά, η οποία δεν κάνει σωστά τη δουλειά της, η οποία δεν αγαπάει τον κόσμο τον οποίο θέλει ν΄ αλλάξει, η οποία εμφορείται από ταξικό μίσος, ή από μίσος γενικά.

[...]


Ένας άλλος λόγος για τον οποίον γράφω είναι η αγάπη για τους άλλους. Όχι ότι γράφω για τους άλλους, αλλά γράφω επειδή αισθάνομαι έτσι απέναντι στους άλλους, επειδή αισθάνομαι αγάπη για τους ανθρώπους γύρω μου. Αυτό νομίζω ότι μπορεί να κάνει κάποιον αναγνώστη συγγραφέα.

Τέλος, ο τρίτος λόγος για τον οποίο νομίζω ότι γινόμαστε συγγραφείς στη σύγχρονη στιγμή είναι γιατί συχνά οι ιδεολογίες πετάνε το μωρό μαζί με τα κουβαδόνερα. Μέσα στην απαξίωση της ζωής, δεν βρίσκεται το ωραίο εκείνο που μας κάνει να μένουμε στον κόσμο και να μην αυτοκτονούμε. Θέλω να πω μ' αυτό ότι αν κανείς διαβάσει και σκεφτεί, θα βρει έναν καλύτερο τρόπο να ζήσει μέσα στον δεδομένο κόσμο με όλα αυτά τα δεινά που έχει. Συχνά παραπέμπω στον Επίκτητο, ο οποίος λέει μεταξύ άλλων (απλοποιώ λίγο):

«Σε όποιον δεν αρέσει αυτή η ζωή, πρέπει να φεύγει»

Μπορούμε να το προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο: Σε όποιον δεν αρέσει αυτή η δουλειά, πρέπει να φεύγει. Σε όποιον δεν αρέσει αυτή η σχέση, πρέπει να φεύγει. Σε όποιον δεν αρέσει αυτή η ομιλία, πρέπει να φεύγει. Είμαστε περισσότερο ελεύθεροι από όσο νομίζουμε. Κάνουμε πολύ μικρή χρήση της ελευθερίας μας.


Ο τελευταίος λοιπόν λόγος για τον οποίον γράφουμε είναι, νομίζω, να ξεχωρίσουμε μέσα από τα βιβλία μας και μέσα από τη σκέψη που μπορούν να γεννήσουν, τί μπορεί να αλλάξει στη ζωή, τί μπορεί να γίνει καλύτερο και πώς μπορούμε μέσα στο δεδομένο πλαίσιο να περάσουμε καλύτερη ζωή. Επίσης, πώς μπορούμε, αν δεν αντέχεται η ζωή μας, να φύγουμε. »

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

Φώκνερ, "ο Γέρος"


Ο «Γέρος» του Φώκνερ στη Λέσχη Ανάγνωσης της περασμένης Δευτέρας: ο «Γέρος» όπως το ορμητικό ποτάμι που παρασύρει ιδέες για τη διεκδίκηση της ανθρώπινης ελευθερίας και, ταυτόχρονα, για το δισταγμό μπροστά στην προοπτική μιας τόσο χαοτικής ελευθερίας, ο «Γέρος» όπως τα εκατομμύρια κομμάτια πεσμένων φύλλων που επιπλέουν στον ποταμό και μπερδεύονται μεταξύ τους σαν τις ανακατεμένες απολήξεις της ανθρώπινης συνείδησης, ο «Γέρος» όπως τα κουφάρια των ζώων που πνίγηκαν στις όχθες του ποταμού και μας θυμίζουν τη ζωή που χάθηκε, τους δρόμους που δεν ακολουθήσαμε και τις επιλογές που δεν πιστέψαμε, τα σταυροδρόμια που μετατρέψαμε σε κύκλους, ο «Γέρος» όπως οι δεκάδες διαφορετικές απόψεις που παρέσυραν η μία την άλλη και πλημμύρισαν το φιλόξενο αίθριο των εκδόσεων Μεταίχμιο...

Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης


Μεσημέρι Κυριακής 1ης Ιουνίου (καλό μήνα να 'χουμε). Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, η Μαίρη και ο Γιάννης, και καθόμαστε σ' ένα καφέ δυο βήματα μακριά απ' τη Διεθνή Έκθεση.


Η Έκθεση βιβλίου δεν ήταν τελικά βαρετή.
Τα περίπτερα των εκδοτικών οίκων, το καθένα με τη δική του ξεχωριστή αισθητική, ήταν μοιρασμένα σε δυο αίθουσες χρωματισμένες από τα κόκκινα χαλιά που μας υποδέχονταν. Ο χώρος, γενικά, όχι πολύ μεγάλος, μπορούσαμε δηλαδή να τον περπατήσουμε χωρίς κούραση, και γρήγορα τον οικειοποιηθήκαμε... :)


Κυρίαρχος ο πεζός λόγος, που σημαίνει ότι πρώτον τριγύρω μας κυκλοφορούσαν δεκάδες πεζογράφοι, και δεύτερον οι εκδηλώσεις αφορούσαν κυρίως παρουσιάσεις μυθιστορημάτων -χωρίς να λείπουν εκδηλώσεις για τη φιλοσοφία ή την πολιτική κ.λπ., αλλά απουσίαζε η ποίηση.


Εμείς είχαμε ανέβει για να παραστούμε στις 3 εκδηλώσεις του ΕΚΕΒΙ για τις Λέσχες Ανάγνωσης. Ειπώθηκαν διάφορες απόψεις σχετικά με τη λειτουργία και τους στόχους τους, τέθηκαν ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο που οι Λέσχες θα μπορούν να ψηφίζουν για το Βραβείο Αναγνωστών κ.λπ. κ.λπ.. Εμείς κυρίως πήραμε μια αίσθηση σχετικά με το τι κάνουν οι υπόλοιπες λέσχες και πως θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε τη δική μας. Οι ανταλλαγές εμπειριών είναι εξ ορισμού μια ωφέλιμη διαδικασία.


Μια μικρή ένσταση: το να παρουσιάζονται βιβλία ή να στήνονται περίπτερα με τον ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο εδώ και ... άπειρα χρόνια, αφαιρεί τη ζωντάνια που χρειάζονται τέτοιοι θεσμοί ώστε να γίνονται αληθινά ενδιαφέροντες. Σε μια εποχή υπερ-παραγωγής βιβλίων επιβάλλεται να βρεθεί τρόπος ώστε ο επισκέπτης να σταθεί δημιουργικά μπροστά στα βιβλία.


Ας τολμήσουμε να πούμε ότι η ανάγνωση μας κάνει πιο ευτυχισμένους και ότι το βιβλίο είναι ένα αντικείμενο με το οποίο μπορούμε να "παίξουμε". Η χαρά - της επικοινωνίας, της συμμετοχής, της ευφυίας - ποτέ δεν έβλαψε κανέναν.