Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Πατρίκ Μοντιανό: Στο café της χαμένης νιότης

Ποια είναι η Λουκί ή η σπουδάστρια ή η κατά κόσμον Ζακλίν Ντελάνκ σύζυγος του Ζαν-Πιερ Σουρό;




Ο Μοντιανό δίνει λόγο σε όλους όσοι τη γνώρισαν, μα ελάχιστα την ήξεραν πραγματικά: έναν φοιτητή που σύχναζε στο ίδιο με αυτήν καφέ, έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ που την αναζητά κατά παραγγελία του συζύγου της, έναν εκκολαπτόμενο συγγραφέα και τελευταίο εραστή της, ενώ και η ίδια η Ζακλίν αφηγείται ένα μέρος της ζωής της. Παράλληλα απ’ το προσκήνιο περνούν και άλλοι χαρακτήρες που σκιαγραφούν το χαρακτήρα της, η μητέρα της που δούλευε στο Μουλέν Ρουζ, ο στοργικός αστυνομικός, η Ζανέτ Γκολ ή Νεκροκεφαλή που τη μυεί στον αιθέρα και ο Γκι ντε Βερ, προσωποποίηση του συγγραφέα, που χτίζει ή διαμορφώνει το χαρακτήρα της προτείνοντάς της βιβλία προς ανάγνωση.




Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’60, στις γειτονιές του Παρισιού, εκεί που «υπήρχαν μεταβατικές ζώνες, no man’s land, όπου ήσουν στο περιθώριο των πάντων, σε εκκρεμότητα, περαστικός». Στα 15 της η Ζακλίν συλλαμβάνεται δύο φορές για αλητεία ανηλίκου. Τι αναζητά και βγαίνει στο δρόμο; Είναι η φυγή της από ένα πλαίσιο ή η μετάβαση από μια ζωή σε μια άλλη; Μήπως η αδυναμία της να ωριμάσει; «Πίστευα ότι έπρεπε να σκληρύνω, να παλέψω με τον εαυτό μου, να προσπαθήσω να αυτοελεγχθώ» για να καταλήξει λίγο μετά «υπολόγιζα πολύ στις γνωριμίες που θα έκανα και που θα έβαζαν ένα τέρμα στη μοναξιά μου»…




Η Ζακλίν είναι μια γυναίκα ουσιαστικά χωρίς ταυτότητα που δεν νοιάζεται ποιο όνομα θα τη χαρακτηρίζει – Λουκί, σπουδάστρια, Ντελάνκ ή Σουρό – ψηλαφίζει το παρελθόν της, ανατρέχοντας στη μνήμη που προσπαθεί να αποβάλλει και να καταστρέψει. «Όταν όλα καταγράφονται ξεκάθαρα, αυτό σημαίνει ότι όλα έχουν τελειώσει, όπως στα μνήματα όπου είναι χαραγμένα ονόματα και ημερομηνίες» βιώνοντας τη θλίψη και τη μελαγχολία που της επιφέρει το οριοθετημένο πλαίσιο και όσα αυτό συνεπάγεται – η υποτυπώδης ασφάλεια της μητέρας στην αρχή, του συζύγου στη συνέχεια, του εραστή εν τέλει – ένα πλαίσιο που λειτουργεί μεν βασανιστικά σαν λαιμητόμος αλλά και που χωρίς αυτό δεν μπορεί τελικά να επιβιώσει. Στα διαλείμματα της ζωής της ή στις μεταβάσεις από τη μια σχέση στην άλλη βρίσκει καταφύγιο σε αβέβαιες σχέσεις εξάρτησης τη μια με τη Ζανέτ Γκολ και τον περίεργο κύριο Μοσελινί, την άλλη με μια λογοτεχνική παρέα στο café Condé, περιπλανώμενη πάντα στις Ουδέτερες Ζώνες του Παρισιού όντας στην ουσία απούσα. Ή μήπως μποέμ, αναρωτιέται ο αφηγητής; «Μποέμ: άτομο που διάγει ζωή περιπλανώμενη, χωρίς κανόνες και χωρίς έγνοιες για το αύριο. Να ένας ορισμός που ταίριαζε απόλυτα σε όσους και όσες σύχναζαν στο Condé», λέει ο Μοντιανό. Όμως η Ζακλίν δεν είναι μποέμ…




«Σ’ αυτή τη ζωή που καμιά φορά μας φαίνεται σαν χερσότοπος χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες, ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις γραμμές φυγής και τους χαμένους ορίζοντες, πολύ θα θέλαμε να βρούμε σημεία αναφοράς, να καταστρώσουμε κάτι σαν κτηματολόγιο, για να μην έχουμε πια την εντύπωση ότι αρμενίζουμε ακυβέρνητοι. Οπότε, δημιουργούμε δεσμούς, προσπαθώντας να σταθεροποιήσουμε ριψοκίνδυνες γνωριμίες» λέει ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που την αναζητά.

Αυτό είναι όμως μόνο η Ζακλίν; Στο café Condé εμφανίζεται κουβαλώντας «ένα βιβλίο τσέπης, με βρόμικο εξώφυλλο, απ’ αυτά που τ’ αγοράζεις μισοτιμής στα παλαιοπωλεία του Σηκουάνα», που της έχει δώσει ο Γκι ντε Βερ. Το βιβλίο είναι «ο Χαμένος ορίζοντας» του Τζέιμς Χίλτον (1933).




Διαβάζοντας μια κριτική του Μ. Πανώριου για τον Χαμένο Ορίζοντα στη Βιβλιοθήκη το 2002 (http://www.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=10/05/2002&id=98354632), νιώθω σαν να περιγράφεται η στάση της ίδιας της Ζακλίν:
Η «φυγή από την πραγματικότητα», παρ' όλο που θεωρείται παρεξηγημένα συνειδητή πράξη εθελοτυφλίας απέναντι στα καθημερινά προβλήματα της ζωής, δεν είναι καθόλου τέτοια. Στην ουσία, είναι μια βαθύτατα υπαρξιακή στάση-αντίδραση σε ένα ορισμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, στις φιλοσοφικές και θρησκευτικές δομές του οποίου ο άνθρωπος κινδυνεύει να χάσει τον εαυτό του. Τότε, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι η Ιστορία γράφεται από τις διάφορες εξουσίες και, κυρίως, ακούγοντας τον ήχο του επερχόμενου μέλλοντος, «αναχωρεί», είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό του εαυτού του -είναι και αυτή η απόφαση μια μορφή αγώνα, ίσως η σωστότερη και αποτελεσματικότερη-, προσπαθώντας έτσι να διαφυλάξει και να περισώσει μέσα του το μεγαλείο και την ομορφιά του ανθρώπου και της φύσης, γεγονός που παίρνει μάλιστα τις διαστάσεις αυτοθυσίας μπροστά στη διαπιστωμένη έλευση ενός νέου εφιαλτικού Αρμαγεδδώνα.




Όμως ο Μοντιανό δεν μένει εδώ, το δεύτερο βιβλίο που βάζει να της προτείνει ο Γκι ντε Βερ είναι η «Λουίζ του Κενού – Ο θρίαμβος της φτώχειας και των ταπεινώσεων» του Jean Maillard (1713), θολώνοντας πλέον τα νερά για την ψυχική κατάσταση της Ζακλίν, προοικονομώντας έτσι και το τέλος της. Η Louise de Bellère du Tronchay ήταν μία αριστοκράτισσα, με μοναδική χάρη, μέχρι που στα 35 της έπαθε μια κρίση, κάτι ανάμεσα σε τρέλα και μυστικιστική κλίση, και μέσα από την άσκηση αφοσίωσης και το βάθος της αναφοράς της στον Θεό, γίνεται παράδειγμα προσωπικής ανιδιοτέλειας και μυστικιστικής έκλαμψης (http://www.lekti-ecriture.com/editeurs/louise-du-neant.html).




Η Ζακλίν Ντελάνγκ, ή Λουκί, ή η σπουδάστρια, ή απλώς σύζυγος του Ζαν-Πιερ Σουρό είναι απλώς γοητευτική.

3 σχόλια:

  1. Δεν ξέρω τί σου άρεσε στο συγκεκριμένο βιβλίο, αγαπητέ Σαλουτάκη. Προσωπικά το βαρέεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεθηκα ΦΡΙΚΤΑ!!!! Άνευρο, χωρίς ύφος, χωρίς χαρακτήρες, χωρίς υπόθεση. Γλωσσικά αδιάφορο, αλλά και θεματικά. Ναι, Παρίσι, καφέ, βιβλία, ναρκωτικά, έρωτες, αυτοκτονίες, μελαγχολία... όλα αυτά μοιάζουν γοητευτικά, ή πάντως η λογοτεχνία και το σινεμά μας έχουν κάνει να τα βλέπουμε γοητευτικά. Πέραν αυτού δεν είδα τίποτε που κάτι να ξυπνήσει μέσα μου. Πλήξη... Απορώ πώς η Lire έγραψε ότι ο «Μοντιανό είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος Γάλλος μυθιστοριογράφος».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. σίγουρα διαβάζουμε διαφορετικά Μαίρη, αντικειμενικά κριτήρια στην ανάγνωση δεν υπάρχουν άλλωστε. όπως είδες κι εγώ δεν στάθηκα καθόλου στη δομή και τη γλώσσα του βιβλίου,όπου πράγματι (φαίνεται να) είναι πρόχειρα ή λιγότερο δουλεμένα. Από τους χαρακτήρες αυτός που παρουσίαζε τα μεγαλύτερα προβλήματα ήταν ο ντέτεκτιβ: π.χ. η μεταστροφή που τη μια την ψάχνει και την άλλη την κατανοεί πλήρως και την δικαιολογεί αποσιωπώντας ότι την βρήκε, είναι τόσο αυθαίρετη και ξεκάρφωτη που δεν στηρίζεται πουθενά.
    Δεν στάθηκα καθόλου σε Παρίσια και Μουλέν Ρουζ και λοιπά τοπιογραφικά, δεν ξέρω αν ήταν πετυχημένα στο βιβλίο ή μια ακόμα παλιά-δοκιμασμένη συνταγή - βάλε το Παρίσι στερεοτυπικά και έχεις κείμενο - αλλά το είχα πάντα σαν ένα χαλί κάτω απ' την ιστορία της Ζακλίν. Δεν μ ενδιέφερε να δω το Παρίσι, τη μάνα της και τους λοιπούς. Δεν ήθελα να ταυτιστώ ούτε να πορευτώ με τη Ζακλίν.

    Αυτό το βιβλίο μου έβγαλε μια απέραντη θλίψη και μελαγχολία - χωρίς μελοδράματα και ακραίες συμπεριφορές - που για μένα - αυτή τη χρονική στιγμή που το διάβασα- αυτό και μόνο ήταν αρκετό. Το ότι μ' ενδιέφερε η Ζακλίν και όσα ο Μοντιανό την "φόρτωσε" (απ' τον Χαμένο Ορίζοντα, ως και την Λουίζ του Κενού)ήταν επίσης σημαντικό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. τυχαία βρέθηκα εδώ και ήθελα να πω οτι αγόρασα το βιβλίο με μεγάλες προσδοκίες. Και το κείμενο στο οπισθόφυλλο αλλά και τα σχόλια για το συγγραφέα με έκαναν να πιστέψω οτι αυτό θα ήταν ένα μικρό αλλά υπέροχο βιβλίο.
    Τελικά όπως η Μαίρη το βρήκα φοβερά βαρετό και πολύ πρόχειρο. Γενικές περιγραφές, καμία λεπτομέρεια, καμία εμβάθυνση παρα μόνο σε ελάχιστα σημεία, καμία ιδιαίτερη πλοκή. Και το σημαντικότερο όλοι οι χαρακτήρες ήταν παγωμένοι και κλειστοί και ο συγγραφέας δεν έκανε καμία προσπάθεια να τους φέρει πιο κοντά στον αναγνώστη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή