Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Βίντοσαβ Στεβάνοβιτς "Διαθήκη"


Ο Βίντοσαβ Στεβάνοβιτς γεννήθηκε το 1942 στο Κραγκούγιεβατς και ζούσε για τριάντα χρόνια στο Βελιγράδι. Μετά το 1991 αυτοεξορίστηκε από τη χώρα του, πρώτα στην Ελλάδα, στη συνέχεια στο Παρίσι. Από το 1995 ζει στη Σερβία.



Από τα πιο γνωστά του βιβλία είναι η «Διαθήκη» που διαβάσαμε στη λέσχη ανάγνωσης, ένα «μυθιστόρημα σε 52 ολονυκτίες», όπως χαρακτηρίζεται, όπου οι ήρωες σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση πάντα, αποκαλύπτουν και αποκαλύπτονται μέσα από την εμπειρία του πολέμου. Όλα και όλοι στρέφονται γύρω από τον πόλεμο, χωρίς να (τους) ενδιαφέρει αν υπάρχει κάτι πίσω ή πέρα από αυτόν. Η ανθρώπινη φύση αναδεικνύεται σε όλο το εύρος της γιατί το μοναδικό της δημιούργημα είναι ο πόλεμος, ο οποίος καταφέρνει να αναδείξει το καντάντημα των ανθρώπων και να τονίσει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά τους. Οι άνθρωποι χάνουν όλα όσα χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο γένος και επαναφέρουν συνεχώς και εν πλήρει συνειδήσει το κακό. Το κακό είναι η μόνο επιλογή, φαίνεται να λέει ο Στεβάνοβιτς, ένα κακό που τους λύνει τα χέρια: είναι μονόδρομος.



Η οπτική αυτή του «μαύρου» είναι επιλογή του Στεβάνοβιτς που επιμένει και την υπηρετεί καλά, αποκόπτωνας απ’ τα λόγια του Ηράκλειτου «πόλεμος πατήρ πάντων» την έννοια της δημιουργίας που ενυπάρχει στον αρχαίο φιλόσοφο. «Αν δεν ξέσπαγε κάποιος πόλεμος θα σφαζόμαστε μεταξύ μας» (σελ. 128), λέει για να συνεχίσει «Εκείνος που μου έβγαλε την καρδιά, έκανε πολύ καλά. Δεν ακούω τίποτα στο στήθος μου» (σελ. 40) και «Έχασα το τουφέκι και το μαχαίρι, δεν έχω τίποτα πια, δεν περπατάω, δεν αναπνέω. Αντί για κεφάλι, έχω μίσος»(σελ.191) και να καταλήξει «Μας έκαναν και πολλά άλλα, όσα μπορούσαν να περάσουν απ’ το νου τους. Βαριόμαστε ακόμα και να σας τα περιγράψουμε» (σελ. 212).



Ο Στεβάνοβιτς δεν αφήνει ανοιχτά παράθυρα, δεν βλέπει πουθενά μια αχτίδα φωτός. Ακόμα και η χρήση του ονόματος Λαζάρου ως σύμβολο, οι ήρωές του φέρουν όλοι το ίδιο αυτό όνομα, μόνο σαν ένα ειρωνικό σχόλιο για την μετά πόλεμο εποχή μπορεί να εκληφθεί. Ο Λάζαρος μετά την ανάστασή του θα είναι ένας νεκροζώντανος, δεν θα χαμογελάσει ποτέ ξανά.



Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ στην αρχή του βιβλίου «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» λέει για το βιβλίο του ότι «δεν είναι ούτε κατηγορητήριο ούτε εξομολόγηση και ακόμα λιγότερο μια περιπέτεια, γιατί ο θάνατος δεν είναι περιπέτεια για αυτούς που τον αντιμετωπίζουν. Θα προσπαθήσει, απλούστατα, να μιλήσει για μια γενιά ανθρώπων που, κι αν ακόμα ξέφυγαν από τις οβίδες τους, καταστράφηκαν από τον πόλεμο» για να πει προς το τέλος του βιβλίου «Τι θα συμβεί άραγε ύστερα; Και τι θα απογίνουμε εμείς». Ο Στεβάνοβιτς ξέρει ότι δεν θα υπάρξει μετά. Γιατί δεν υπάρχει τέλος.



Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την ιστορία, τις παραδόσεις και τους μύθους της χώρας του μέσα σε μια συμβολική και ποιητική γλώσσα που αναδεικνύεται από τη μετάφραση της Γκάγκα Ρόσιτς. Ωστόσο η έλλειψη ενός άξονα που ενδεχομένως θα έκανε πιο συμπαγές το σύμπαν που φτιάχνει ο συγγραφέας, οι πολλές ίδιες οπτικές γωνίες των διαφόρων ηρώων που δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τους σκοπέλους της επαναληπτικότητας ήταν στοιχεία που αποθάρρυναν στο να ολοκληρώσουν ή να ευχαριστηθούν την ανάγνωση πολλά μέλη της λέσχης μας.