Τρίτη 24 Ιουνίου 2008

Μιχάλης Παπανικολάου


Τους τελευταίους μήνες συνεργάζομαι με το λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας». Από τα πιο σπουδαία που μου συμβαίνουν εκεί, είναι ότι φτάνουν στα χέρια μου βιβλία, των οποίων την ύπαρξη πιθανότατα δεν θα αντιλαμβανόμουν διαφορετικά.

Ένα από αυτά τα βιβλία είναι η ποιητική συλλογή «Τροφοσυλλέκτης πόλεων» του Μιχάλη Παπανικολάου (εκδ. περί τεχνών, Νοέμβριος 2007).

Η συλλογή είναι χωρισμένη σε 3 μέρη: Τα λαϊκά τραγούδια , Το βύθισμα, Οι τέσσερες εποχές.

Πρώτο ξάφνιασμα: Τα λαϊκά τραγούδια. Ποιήματα με τίτλους γνωστών ρεμπέτικων τραγουδιών, αφιερωμένα στους συνθέτες τους. Τα τραγούδια άκρως οικεία στ' αυτιά μου, φέρνουν αμέσως στο νου (και στα χορευτικά μου πόδια) αναμνήσεις διάφορες, γλέντια, πανηγύρια, ταξίδια με το αυτοκίνητο και το ραδιόφωνο, μετά το κασσετόφωνο, μετά το CD να παίζουν ξανά και ξανά τα ίδια αυτά τραγούδια κι εμείς να τραγουδάμε, να ξέρουμε όλους τους στίχους, αναμνήσεις ζωής.

Και ξάφνου το ποίημα. Τολμηρό. Να μη φοβάται να κοιτάξει κατάματα το ρεμπέτικο τραγούδι (και άρα όλες μου τις αναμνήσεις) και να συνομιλεί απευθείας μαζί του, με ματιά τόσο σημερινή, φρέσκια, ζωντανή.

Ένα παράδειγμα:

ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ
Του Καλδάρα

Του βγάλανε τα μάτια
Του κόψανε τ αυτιά
τη μύτη τη γλώσσα τα πόδια
Του ξεριζώσαν τα μαλλιά
τα γένεια
Αφήστε - τον τώρα είπαν
μην τον φοβάστε

Του αφήσανε τα χέρια
αχ τα χέρια
που ξέρουνε ν αγγίζουνε
και να πολεμάνε

Πώς να μην ταραχτείς; Πώς να μην νιώσεις την αλήθεια; Πώς να μην δεις ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται, ότι το χθες είναι σήμερα και θα είναι και αύριο; Πώς να μην τρομάξεις;

Και μετά, το 2ο μέρος της συλλογής: Το βύθισμα.

Βύθισμα πραγματικό, σκληρό, κυνικό.

ΤΟ ΠΑΤΑΡΙ ΤΟΥ ΛΟΥΜΙΔΗ

Τι να περιμένει κανείς
από ναν κόσμο αποβλακωμένων γερόντων
που ανέχτηκε να γίνει
το «πατάρι του Λουμίδη»
τράπεζα

Τα ποιήματα του «Τροφοσυλλέκτη πόλεων» ολοκληρώνονται με τις «τέσσερες εποχές». Ένα ποίημα σε 4 μέρη. Όλα εδώ ξάφνου ησυχάζουν. Μαλακώνουν. Ίσως επειδή αφιερώνονται «στη Μίνα» (είμαι μια χαζορομαντική). Αλλά, ναι, ίσως επειδή αφιερώνονται στη Μίνα, ίσως επειδή ακούω τον Vivaldi, ο Παπανικολάου γίνεται λυρικός, χωρίς ποτέ να πάψει να κοιτάζει την αλήθεια κατάματα, να αντέχει να δει την αλήθεια κατάματα.

Ενα βράδυ μου είπες ξαφνικά
Θέλω να πεθάνω
Γυναίκα, όποια κι αν είσαι
δε μπορείς
Πεθαίνω θα πει φεύγω ατιμώρητος
ανατρέπω την ισορροπία των χρωμάτων
εμπορεύομαι τις αμαρτίες - μου
Αλλά σ αυτή τη γη υπάρχει δικαιοσύνη, πώς λοιπόν;
Τι έκανες απόψε
για να δικαιολογήσεις;
Τι πρόστεσες στην αγωνία -μας
πώς περιήλθες αυτόν τον κύκλο ζωής
Για νάχεις το δικαίωμα;

Για εκείνον που διαβάζει, είναι μέγιστη χαρά η συνάντηση με κείμενα αληθινά, με κείμενα αληθινών δημιουργών, ειδικά τα ανακαλύπτει τυχαία, όταν το αναπάντεχο της ζωής έρχεται να επιβεβαιώση τη χαρά της ανάγνωσης. Αναρωτιέμαι: πόσα ακόμα κείμενα, πόσους δημιουργούς χάνω μες στην πληθώρα; Και πόσους ακόμα θα έχω την ευτυχία τυχαία να ανακαλύψω.


Το ποίημα δεν εξηγείται

Περιπλέει την ύπαρξή - μας

και την κατάλληλη στιγμή

εισχωρεί

διαμελίζει


τεμαχίζει σάρκες

συντρίβει οστά.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου