Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

τα ταξίδια των βιβλίων

είπε κάποιος ότι δεν κάνουν ταξίδια τα βιβλία;


το Κιβώτιο ταξίδεψε από το νότο στο βορρά και μετά στη δύση κι ύστερα στην ανατολή και μετά και πάλι στο νότο. στο δρόμο γέμισε, γέμισε ασφυκτικά, κι ας έφθασε τελικά άδειο στον προορισμό του. πόσοι αλήθεια δεν θα το ζήλευαν! τόσο ελαφρύ κι όμως τόσο γεμάτο!

ο Γέρος ξεκίνησε κι αυτός από το νότο για να φθάσει σχεδόν στην πιο ψηλή ελληνική κορφή (παρά κάτι στα 2.918μ)
και μετά επέστρεψε στο νότο και μετά μπάρκαρε για ένα κυκλαδονήσι, κι όταν επέστρεψε και πάλι, εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, αναρωτήθηκε, τι παραπάνω θα μπορούσε ποτέ να ζητήσει;

μοναχικές διαδρομές; κάθε άλλο. μαζί τις κάναμε, παρέα: τη μια φορά, το κιβώτιο, ο Άρης κι εγώ, την άλλη, ο γέρος, ο Γουίλιαμ κι εγώ. κι από δίπλα μας και μερικοί άλλοι, φίλοι συνοδοιπόροι. αργές διαδρομές, τόσο αργές που κάποιοι (βιαστικοί) σίγουρα θα σήκωναν μισο-ειρωνικά το φρύδι, αν έβλεπαν την πορεία μας. και τι μ’ αυτό; τι μετράει τελικά πιο πολύ σ’ ένα ταξίδι, από το να βρεις το ρυθμό και ν’ αφεθείς ελεύθερος να νιώσεις;

διαδρομές αισθήσεων ήταν αυτές. και αποκάλυψης μυστικών που περίμεναν υπομονετικά. το μάτι που θα τα ξέθαβε, την καρδιά που θα συντονιζόταν με τον δικό τους παλμό. μέσα στις τυπωμένες σελίδες κρύβονταν κάποια απ’ αυτά, μέσα σε δύσβατες ανθρώπινες διαδρομές, όπου ο φυσικός χώρος –τα στοιχεία της φύσης-, ως σημείο αναφοράς αλλά και εκπόρευσης, όχι μόνο δεν ήταν φίλος και σύντροφος αλλά ο χειρότερος εχθρός. κάποια άλλα μυστικά κρύβονταν μέσα στον αυτούσιο φυσικό χώρο, που είχε όμως αυτή τη φορά μορφή ήπια, γλυκιά, δοτική. αυτήν της ανοιξιάτικης ελληνικής φύσης:


σχεδόν πάνω στα στοιχειωμένα βήματα τόσων πολύπαθων ψυχών, οι Πρέσπες, μας αποκάλυψαν τα ουράνια πετάγματα των αργυροπελεκάνων και των ερωδιών τους και τα ήρεμα αγναντέματα στα γαλήνια νερά τους.











χιλιάδες μίλια μακριά από τον Γέρο του αμερικάνικου νότου, τον Μισσισιπή, όμως εξίσου μεγαλειώδης, ο Όλυμπος, μας αποκάλυψε τη μεγαλοσύνη των άγριων κορυφών του


και τις μελωδίες των γλυκόλαλων αηδονιών του.


τέλος, η κοσμοπολίτισσα, η αναδυόμενη των γλεντιών και των ξενυχτιών, η Μύκονος, χμμ…αυτή δεν πρόλαβε, ή μάλλον δεν προλάβαμε εμείς…να δοκιμάσουμε όσα είχε φυλαγμένα…λιγάκι μόνο αγγίξαμε, μεταλάβαμε το αιγαιοπελαγίτικο μπλε και το ξερό καφετί της και παίρνοντας λίγες ανάσες από τις θαλασσινές πηγές, δίπλα στην Παραπορτιανή και στους νεόνυμφους που απαθανάτιζαν το δικό τους ταξίδι, δυο στίχους γράψαμε, ελπίζοντας, ποθώντας να κρατήσουμε αιώνιες τις στιγμές…


το παραπόρτι έβλεπε στου Αιγαίου τον αφρό,
από το Κάστρο είσοδος στης θάλασσας το κύμα.
τι που η πύλη η μικρή χάθηκε έναν καιρό;
στο βράχο πάνω άγρυπνοι της πίστης οι φρουροί,
μες στης ζωής το πέλαγος με τα λευκά τους ρούχα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου