Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

"Οι γιαγιάδες" της Ντόρις Λέσινγκ


Η Ντόρις Λέσινγκ γεννήθηκε το 1919 στην Περσία, σημερινό Ιράν, από Βρετανούς γονείς αλλά από τα πέντε της χρόνια έζησε στη Νότια Αφρική όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά της. Από το 1949 ζει στο Λονδίνο. Εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τραγουδάει το χορτάρι» το 1950, όπου θέτει ζητήματα που θα την απασχολήσουν σ’ όλη την έκταση του έργου της. Ρατσισμός, σεξουαλικότητα, κοινωνικός εφησυχασμός και ηθελημένη άγνοια. Με το μυθιστόρημά της «Το χρυσό σημειωματάριο» που εκδόθηκε το 1962, η Λέσινγκ θεωρήθηκε απόστολος του φεμινιστικού κινήματος, ρόλος που η ίδια αποποιείται. Στο έργο διερευνά τις συνθήκες ζωής μιας συγγραφέως που ζει κερματισμένη ανάμεσα στις διάφορες ιδιότητές της ως γυναίκα, μάνα, συγγραφέας, πολιτικό ον, αλλά ακόμη και τη θέλησή της να άρει τα όρια μεταξύ των ρόλων της και να υπάρξει ως ολότητα. Πολυγραφότατη, στο ενεργητικό της περιλαμβάνονται περισσότεροι από 50 τίτλοι βιβλίων. Επίσης η Λέσινγκ ήταν πάντα παρούσα στα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα της εποχής της. Το 2007 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για το σύνολο του έργου της. Η Σουηδική Ακαδημία τη βράβευσε ως την «επική συγγραφέα της γυναικείας εμπειρίας, η οποία με σκεπτικισμό, πάθος και ιδεαλιστική δύναμη υπέβαλε ένα διχασμένο πολιτισμό σε εξονυχιστική έρευνα».

Στο βιβλίο της Λέσινγκ «Οι γιαγιάδες» που σχολιάσαμε περιέχονται τέσσερις νουβέλες. Στην ομώνυμη ιστορία δύο παιδικές φίλες που ζουν παρόμοιες ζωές σ’ ένα ανέμελο κόσμο, όπου υπονοείται το αποικιοκρατικό σύστημα της Νότιας Αφρικής, έχουν ερωτική σχέση η κάθε μια με τον έφηβο γιο της άλλης. Οι σχέσεις αυτές συνεχίζονται μέχρι που ο χρόνος και οι κοινωνικές δομές δείχνουν την παντοδυναμία τους. Κατά γενική διαπίστωση από τα παρόντα στη συζήτηση μέλη της λέσχης, η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα αλλά η διαπραγμάτευσή της από τη συγγραφέα μάλλον αποτυχημένη. Η εναλλαγή αφηγηματικής οπτικής δεν επιτρέπει τη διείσδυση στους χαρακτήρες και κάνει την ιστορία πλαδαρή και επίπεδη.

Η δεύτερη νουβέλα «Η Βικτόρια και οι Στάβενι» είναι τοποθετημένη στο σύγχρονο Λονδίνο, όπου η Βικτόρια μια μαύρη απλοϊκή κοπέλα έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι από λευκό πατέρα που προερχόταν από μεσοαστική οικογένεια με αντιρατσιστικές αντιλήψεις. Η Βικτόρια αποκτά φυλετική συνείδηση όταν βλέπει την κόρη της να μεγαλώνει με τα προνόμια της λευκής φυλής και της αστικής τάξης, προνόμια που είναι απαγορευμένα γι’ αυτήν και για το αγοράκι της που είναι αμιγώς μαύρο. Σ’ αυτή τη νουβέλα, την πιο ενδιαφέρουσα της συλλογής, η επιλογή από τη συγγραφέα των χαρακτήρων, της ήπιας ειρηνικής Βικτόριας και της καλοπροαίρετης οικογένειας των λευκών, κάνει ν’ αναδυθεί με μεγαλύτερη δύναμη το φυλετικό και ταξικό χάσμα που τους χωρίζει.

Στην τρίτη νουβέλα «Η αιτία όλων αυτών» παρακολουθούμε την ακμή και την παρακμή ενός αρχαίου πολιτισμού. Η Ντόρις Λέσινγκ κάνοντας προφανώς προβολή στο σήμερα καταδεικνύει ότι εκείνος ο αρχαίος πολιτισμός κατέρρευσε από κακές επιλογές, αλλά περισσότερο από την πανταχού παρούσα ανθρώπινη βλακεία. Ιστορία αδικαιολόγητα μακριά, που γίνεται φλύαρη και βαρετή – μάλιστα οι περισσότεροι απ’ τους συναναγνώστες δεν άντεξαν να τη διαβάσουν μέχρι το τέλος.

Στην τελευταία νουβέλα «Ο καρπός του έρωτά του», ένας άγγλος στρατιώτης του 2ου παγκόσμιου πολέμου έχει μια ερωτική ιστορία με μια παντρεμένη γυναίκα στη Νότια Αφρική. Όταν μαθαίνει αργότερα ότι απ’ αυτή τη σχέση γεννήθηκε ένα αγόρι βάζει σκοπό της ζωής του να γνωρίσει αυτό το παιδί που η μητέρα του κρατά σε απόσταση για να μην κινδυνέψει η κοινωνική της θέση. Πρόκειται για μια ιστορία που δείχνει το ανακάτεμα και τις ανατροπές που φέρνει ο πόλεμος στις ζωές των ανθρώπων. Η συγγραφέας αναπτύσσει την αφήγησή της γραμμικά αρχίζοντας από τη ζωή του ήρωα προπολεμικά και συνεχίζοντας με την κήρυξη του πολέμου, την κατάταξή του στο στρατό, τη μετακίνηση του συντάγματός του από την Αγγλία στην Νότια Αφρική και εν συνεχεία στην Ινδία. Αυτό το ταξίδι που αναπαριστάται από τη Λέσινγκ αριστοτεχνικά μεταδίδει όλη τη φρίκη του πολέμου χωρίς να περιγράφεται ούτε η ελάχιστη πολεμική αψιμαχία. Οι στρατιώτες στοιβαγμένοι σ’ ένα καράβι στην αρχή του πολυήμερου ταξιδιού χάνουν την ιδιωτικότητά τους κατόπιν την συναίσθηση του σώματός τους και τελικά την αξιοπρέπειά τους.

Αν και οι γιαγιάδες δεν είναι από τα σπουδαία έργα της Λέσινγκ, η στόφα της ως μεγάλης συγγραφέως φαίνεται από τις περιγραφές της, απ’ τον τρόπο που εξελίσσει τους χαρακτήρες, από το πώς χειρίζεται τα θέματά της, αλλά και από την ιδεαλιστική θεώρηση που διαπερνά όλες τις ιστορίες της.

1 σχόλιο:

  1. Πρέπει να έχω διαβάσει τις «Γιαγιάδες» της Λέσσινγκ πάνω από δυο χρόνια τώρα. Αποτυπωμένα στη μνήμη μου, από την πρώτη ιστορία με τον ομώνυμο τίτλο, είναι τα παιδικά κουβαδάκια στην άμμο, οι τρικυμισμένες ψυχές νεαρών αγοριών και οι πιο τρικυμισμένες ψυχές των σχεδόν μεσήλικων γυναικών. Όλα αυτά τυλιγμένα σε μια επιδερμικότητα πού όμως, έστω και άκομψα, άγγιζε βαθιά υποστρώματα της θηλυκής ψυχής.

    Θυμάμαι ότι ο τρόπος της γραφής μου θύμιζε ‘ερασιτεχνισμό’ και δεν με έπειθε. Παρά ταύτα, στο μυαλό μου επέμεινε η αίσθηση ότι η Λέσσινγκ με την υιοθέτηση μιας ακραία περίπτωσης, προσπαθούσε να αναδείξει την υπόγεια δύναμη, ή / και την ‘αδυναμία’, των γυναικών να δώσουν την μάχη για να κρατηθούν στη ζωή και στη νιότη. Αυτή η ορμή, πιθανά ενισχυμένη και από την σεξουαλική επανάσταση, παράβλεπε ισχυρούς κοινωνικούς φραγμούς, την λογική της φύσης, το ίδιο το ένστικτο της μητρότητας.

    Από τη δεύτερη ιστορία, την πιο δυνατή του βιβλίου, παραμένουν στη μνήμη τ’ αποτυπώματα που άφηναν στον ψυχισμό της Βικτόριας οι περίπατοί της στα πλούσια προάστια του Λονδίνου, οι αποπνικτικές μυρωδιές των φαρμάκων στο μίζερο δωμάτιο της άρρωστης θείας, η θλίψη της φτώχειας σε αντιπαράθεση με την ευμάρεια των προαστίων. Οι αταίριαστοι κόσμοι συναντήθηκαν, αλλά παρά τη θέληση των ‘φιλελεύθερων αστών’ και της σεξουαλικής συνύπαρξης, η συγγραφέας σε αυτή την ιστορία αναδεικνύει με το λογοτεχνικό της ταλέντο, ότι συχνά, τα βιώματα υπερισχύουν τις προθέσεις.

    Την τρίτη ιστορία δεν την θυμάμαι

    Από την τελευταία ιστορία μου έχει μείνει η αίσθηση της κακομοιριάς των στρατιωτών, της βαρβαρότητας του ανθρώπου που γίνεται πιο έντονη μέσα στον καθωσπρεπισμό του ‘καλού κόσμου’ της Νότιας Αφρικής και ανάμεσα σε όλα αυτά, ένας έρωτας υπό τον απόηχο των κυμάτων που σκάνε στους βράχους. Νομίζω πολύ πετυχημένα περιγράφει η Λέσσινγκ τον πόθο και την ψυχική επιθυμία των εραστών που καταφέρνουν να εισέλθουν για λίγο, παρά τις αντίξοες συνθήκες, στον ‘παράδεισο’. Ο άνδρας, λόγω και της προσωπικής του ιστορίας αγκυλώνεται σε αυτόν τον ‘χαμένο παράδεισο’ που σταδιακά τον διαβρώνει.

    Σκαλίζει με επιμέλεια τα ανθρώπινα η Λέσσινγκ, και στην προσπάθειά της να ανασηκώσει τα στρώματα, άλλες φορές πετυχημένα άλλες λιγότερο, αναδύεται κάπου ‘between the lines’ το στοιχείο της τραγικότητας που διέπει, νομίζω (από τα βιβλία που έχω διαβάσει) το έργο της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή