Σίγουρα καλοκαίρι. Κι όμως Νοέμβρης. Στο αίθριο των εκδόσεων Μεταίχμιο. Σαν καλοκαιρινές διακοπές. Με γλυκίσματα, καφέ και μπόλικα ποτήρια νερό. Σαν να είχαμε πάει σ’ ένα πικ-νικ; Ή μήπως σε μια παραλία; Όχι, όχι απαραιτήτως για να κολυμπήσουμε, αλλά για να ρεμβάσουμε τη θάλασσα και ν’ απολαύσουμε ένα ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα... Τι λέω;
Κάπως έτσι ή καθόλου έτσι; Ακατανόητο ή και αδιάφορο;
Κάπως έτσι ή καθόλου έτσι; Ακατανόητο ή και αδιάφορο;
Στα χέρια μας κρατούσαμε δύο βιβλία, που μερικοί προλάβαμε να τα διαβάσουμε και μερικοί όχι: την Έρση του Δροσίνη και το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης του Πεντζίκη. Από πού να ξεκινήσει κανείς;

Από τη μια ο Δροσίνης: Ο Δροσίνης και η εποχή του. Ο Δροσίνης χωρίς την εποχή του. Αν όχι αυτό, αν όχι το άλλο, ίσως εκείνο, ίσως και το άλλο. Μας άρεσε; Αναγνώριση εξιδανίκευσης του ζευγαριού, χρήση πολλών και διαφορετικών στοιχείων, πολλά θέματα - κοινωνικές τάξεις, αρχαιολογία - δειλές τόλμες – αστυνομικό, μεταφυσική, καρικατούρες οι δευτερεύοντες χαρακτήρες. Και άλλα που αδυνατώ να θυμηθώ. Ήταν μια κακή στιγμή του; Ήθελε να επαναλάβει το πολυμεταφρασμένο και αναγνωρισμένο βιβλίο του Αμαρυλλίς; Κενό…
Από την άλλη ο Πεντζίκης. Ένα τεράστιο κείμενο. Ογκώδες. Στα όρια του μοντερνισμού.

Δεκάδες ερωτήματα… καμία απάντηση…
Τέλος, γιατί ο Πεντζίκης επέλεξε να «διασκευάσει» την Έρση του Δροσίνη; Μήπως θέλησε να παίξει; Να την υπονομεύσει; Μήπως σήμερα είμαστε πιο καχύποπτοι; Αλλά υπάρχει εποχή αθωότητας στη λογοτεχνία;
Πολλά ερωτήματα, ελάχιστες απαντήσεις, εκεί στο αίθριο, ανάμεσα στις πολυκατοικίες, παρέα με την αγελάδα απ’ το cow parade…