Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

«Κάτι θα γίνει, θα δεις» Χρήστος Οικονόμου, εκδ. Πόλις


Στη λέσχη του Οκτωβρίου διαβάσαμε τη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου, και είχαμε μάλλον από τις πιο ενδιαφέρουσες συζητήσεις στη λέσχη. Τα υπέρ πολλά, τα κατά ακόμα περισσότερα. 

 

 

Αναμφισβήτητα το γεγονός ότι ο συγγραφέας καταπιάστηκε με ένα θέμα σημερινό, σύγχρονο, αποτελεί μεγάλο ατού. Μιλάει για το σήμερα με όρους σημερινούς. Μιλάει για συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων, «ένα είδος νεόπτωχων» θα λέγαμε, οι οποίοι βιώνουν την πτώση από μία κατάσταση σε μία άλλη. Όλοι έχουν κάτι (μια αγάπη, ένα σπίτι, μια δουλειά) το οποίο χάνουν ή πρόκειται να χάσουν.  Η συνειδητοποίηση, πολλές φορές, ότι το χάνουν είναι πιο ισχυρή από την ίδια την απώλεια. Γύρω από αυτή την "αλλαγή" κινούνται οι ήρωες και πλέκονται οι ιστορίες.

 

Όλες, σχεδόν, οι ιστορίες εντάσσονται σε ένα πλαίσιο, αυτό των "μακρινών" δυτικών προαστίων του Πειραιά. Για τους περισσότερους από εμάς το πλαίσιο ήταν κακοφτιαγμένο, (Κοκκινιά Κερατσίνι Αμφιάλη οδηγάω με… Πέτρου Ράλλη Λαοδικείας Σαλαμίνος φουλαριστός… (σελ. 22)), και άτεχνα δοσμένο. Η υποβολή, δηλαδή του πλαισίου, γινόταν με την αναφορά δρόμων, μαγαζιών, και άλλων χαρακτηριστικών μερών, χωρίς συνεκτικότητα και ουσιαστικά χωρίς να προσθέτουν τίποτα στις ιστορίες. Όλοι, συμφωνήσαμε ότι αυτές οι ιστορίες θα μπορούσαν να διαδραματίζονται σε οποιαδήποτε περιοχή της Αθήνας. Τα τεχνητά αυτά μέσα δεν λειτούργησαν έτσι όπως είχε σκεφτεί μάλλον ο συγγραφέας. Επιπλέον, για να γίνει πιο υποβλητική η ατμόσφαιρα, να δοθεί η μαυρίλα και η σκοτεινιά, αν όχι σε όλα, στα περισσότερα, επιστρατευόταν η βροχή.

 

Κάποιοι από εμάς, θεώρησαν ότι δεν υπήρχε η αντίθεση για να αναδειχτούν οι ιστορίες, και πως «το μαύρο πάνω σε μαύρο δεν λειτουργεί».

 

Στους περισσότερους άρεσαν οι ιστορίες εκτός πλαισίου, ή εκτός ενός πολύ συγκεκριμένου πλαισίου, που δεν οριζόταν από ονομασίες δρόμων. Από τις ιστορίες με σαφές πλαίσιο, η καλύτερα δοσμένη ήταν ο «Μάο», το μεγαλύτερο από όλα τα διηγήματα, στο οποίο ο συγγραφέας έφτιαξε ένα πολύ καλό σκηνικό, μια γειτονιά, και τον πιο ολοκληρωμένο χαρακτήρα  (αν και στο τέλος … τον ξέχασε και αυτόν). 

 

Στα ουσιαστικά μας προβλήματα είναι η έλλειψη χαρακτήρων. Θεωρήσαμε ότι όλοι οι χαρακτήρες μοιάζουν, και επιπρόσθετα οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις αναμειγνύονταν με τις τριτοπρόσωπες, και από τη μία ιστορία στην άλλη δεν ήταν σαφής η διάκριση του αφηγητή από τον πρωταγωνιστή της ιστορίας ή της προηγούμενης ιστορίας κ.λπ.  

 

Οι ιδέες του Οικονόμου, είναι στη βάση τους καλές, αναδεικνύουν οξυδέρκεια και αντιληπτικότητα, αν και δεν έλειψαν οι απόψεις ότι «το βιβλίο αντανακλά τη δημοσιογραφική κάλυψη του όλου θέματος» (ο Οικονόμου είναι δημοσιογράφος)  «είναι ξεκομμένο από την πραγματικότητα» ή «είναι κακό μελό».

Ωστόσο, όλοι συμφωνήσαμε ότι χρειαζόταν καλύτερη και πιο αυστηρή επιμέλεια, σε θέματα όπως η επανάληψη (για παράδειγμα στην πρώτη ιστορία με το μαρούλι), ή στη χρήση των κοφτών και μικρών προτάσεων που δεν οδηγούσαν πουθενά, και έμεναν μετέωρες ανάμεσα στην κορύφωση και τη συγκίνηση.

 

 

Όλοι συμφωνήσαμε όμως ότι ήταν μια καλή επιλογή για τη λέσχη, η συζήτηση ήταν εποικοδομητική, ζωηρή, έντονη, και αυτό μας είχε λείψει…